Στο γήπεδο όλοι τον κοιτούν, όχι όμως για τον ίδιο λόγο. Άλλοι βλέπουν έναν χαρισματικό ποδοσφαιριστή που θα μπορούσε κάποια στιγμή να φορέσει το εθνόσημο, άλλοι βλέπουν απλώς το χρώμα του δέρματός του. Στον Βόλο, κάποτε, ένας άνθρωπος του ποδοσφαίρου τον φώναξε «μαϊμού». Δεν χρειάστηκε να φωνάξει δεύτερη φορά. Η λέξη αυτή τον στιγμάτισε. Ο Ανδρέας Τετέι κουβαλάει το βάρος της καθημερινά.
Ο Τετέι είναι 24 ετών. Γεννήθηκε στην Αθήνα, οι γονείς του είναι από την Γκάνα και τη Σιέρα Λεόνε. Μεγάλωσε στην Κυψέλη, σε ένα οικοσύστημα ανθρώπων, εθνών και γλωσσών. Την αποκαλεί «σπίτι» του. Η Φωκίωνος Νέγρη δεν ήταν για εκείνον απλώς μια οδός. Ήταν το πρώτο του γήπεδο, εκεί απέκτησε τους πρώτους του οπαδούς. Εκεί έμαθε να κλοτσά την μπάλα ανάμεσα σε παιδιά από την Ινδία, την Αλβανία, τη Γεωργία. Κανείς δεν ρωτούσε «από πού είσαι;». Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε.
Το ποδόσφαιρο δεν ήταν το όνειρο των παιδικών του χρόνων. Μπήκε στη ζωή του αργά, στα 16, σαν μια απόφαση που γεννήθηκε μέσα από την απώλεια. Όταν έχασε τον πατέρα του, δεν επέλεξε την πορεία ενός αθλητή, επέλεξε να κρατήσει ζωντανό ένα όνειρο που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Το έκανε για εκείνον. Και για τον εαυτό του.
Η ελληνική ιθαγένεια δεν ήταν απλώς ένα χαρτί στο χέρι. Ήταν ένας εσωτερικός μηχανισμός που έκλεισε ένα κεφάλαιο χρόνων. Μπορούσε πια να λέει το όνομά του χωρίς επεξηγήσεις. Να λέει «είμαι αυτός», χωρίς υποσημειώσεις. Χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει ότι είναι «Έλληνας».
Τον Γιάννη και τον Θανάση Αντετοκούνμπο δεν τους γνώρισε από τα highlights του NBA. Ήταν φίλοι και γείτονες. Θυμάται τη μητέρα τους να πηγαίνει στο κομμωτήριο της δικής του μητέρας. Τότε ακόμα ήταν παιδιά που πάλευαν για το ενοίκιο, όχι για την κορυφή του κόσμου. Ο Θανάσης του στάθηκε όταν τον έπνιξε η αδικία. Ο Γιάννης είναι για εκείνον σύμβολο όχι για τα ρεκόρ αλλά γιατί τον έμαθε να έχει πίστη στον εαυτό του και στους ανθρώπους του.
Ο Ανδρέας δεν λέει μεγάλα λόγια. Πιστεύει πως η δουλειά πρέπει να προηγείται της φήμης. Αλλά, όσο κι αν δουλέψεις, καμιά προπόνηση δεν σε προετοιμάζει για την προσβολή. Καμία ασπίδα δεν μπορεί να σταματήσει μια λέξη που εκτοξεύεται με πρόθεση να σε ακυρώσει μπροστά σε χιλιάδες.
Ο ρατσισμός στα γήπεδα δεν είναι απλώς φαινόμενο· είναι ανοχή που μετατρέπεται σε κανόνα. Σαν να είναι οι εξέδρες ένα άβατο. Το κουβεντιάζει με τους συμπαίκτες του. Ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, η συζήτηση είναι ίδια: ο ρατσισμός που βιώνουν τούς γονατίζει· να βλέπουν πρώτα το χρώμα σου και μετά την κίνηση, την πάσα, την επιλογή. Είναι σαν να ξεκινάς τον αγώνα με μειονέκτημα και να μη σφυρίζει κανείς το φάουλ.
Αλλά δεν σκέφτεται να σταματήσει. Παίζει για εκείνον. Παίζει για τον πατέρα του. Παίζει για τα παιδιά της Φωκίωνος που του λένε «σε βλέπω και νιώθω ότι παίζω κι εγώ». Παίζει για όσα παιδιά τού μοιάζουν και ψάχνουν να βρουν μια γωνιά σε έναν κόσμο που ακόμα τα μετρά λάθος. Παίζει, γιατί μέσα του κουβαλά μια ολόκληρη γειτονιά.
πηγή: lifo.gr
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news