Άρθρο του Φίλιπ Λαμ: Η πτώση του κάλτσιο

Metrosport Team11 Απριλίου 2025

Οι σημερινές ιταλικές ομάδες μού θυμίζουν μια Ferrari με λιγότερα από 200 άλογα που μένει από καύσιμα δέκα γύρους πριν από τον τερματισμό.

Είμαι Γερμανός, όμως θεωρώ τον εαυτό μου και «παιδί» του ιταλικού ποδοσφαίρου. «Σχολείο» μου ήταν η Μίλαν. Η νίκη της με 4-0 επί της Μπαρτσελόνα στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ το 1994 ήταν υπόδειγμα στις προπονήσεις ως προς τη συλλογική άμυνα και επίθεση μιας ομάδας. 

Τι αποστάσεις κρατούμε; Ποιος είναι υπεύθυνος για να ανακτά την μπάλα; Πότε απαγορεύονται οι διαγώνιες μεταβιβάσεις; Ήταν ο αγώνας που μας έδειχνε πιο συχνά ο Σουηδός εκπαιδευτής μας, Μπγιορν Αντερσον -πρέπει να τον είχε παρακολουθήσει τουλάχιστον εκατό φορές...

Άλλη μία εμπειρία μου από την Ιταλία: όταν ήμουν παιδί, το να αγωνιζόμαστε απέναντι σε ιταλική ομάδα ήταν εφιάλτης. Σε τουρνουά στη Σικελία, το Βιαρέτζο ή τη Σαρδηνία, σχεδόν πάντα μας... τσάκιζαν. Αργότερα, χάσαμε από την Ιταλία στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 και του Euro 2012 με την Εθνική Γερμανίας.

Στον πρώτο μου ευρωπαϊκό τελικό με την Μπάγερν, χάσαμε 2-0 από την Ίντερ. Με τον μαέστρο της άμυνας, Ζοσέ Μουρίνιο, η Ιντερ πέτυχε δύο γκολ που προήλθαν από μακρινές μπαλιές. Εμείς, νεανική ομάδα τότε, ήμασταν τακτικά ανώριμοι και αιφνιδιαστήκαμε.

Οπότε ξέρω τι καθιστά δυνατό το ιταλικό ποδόσφαιρο. Ή μάλλον, τι το καθιστούσε δυνατό. Εκείνος ο τίτλος του 2010 ήταν το τελευταίο Τσάμπιονς Λιγκ τους μέχρι σήμερα. Κάποτε ήταν η καλύτερη λίγκα στον κόσμο, όμως επί 15 χρόνια παρακολουθεί άλλους να σηκώνουν το μεγάλο τρόπαιο. Στην τρέχουσα σεζόν, η Ίντερ είναι η τελευταία εναπομείνασα ομάδα της Ιταλίας. Και δεν είναι το φαβορί στην κόντρα της με την Μπάγερν Μονάχου, με τον πρώτο αγώνα τους να διεξάγεται (σήμερα) Τρίτη.

Ήδη από το 2010 ήταν φανερό πως μια εποχή έφθανε στο τέλος της. Η Ίντερ χρειάστηκε μεγάλη δόση τύχης για να επιζήσει στα ημιτελικά απέναντι στην ανώτερη Μπαρτσελόνα. Στον πρώτο αγώνα, βοήθησε η έκρηξη ενός ηφαιστείου στην Ισλανδία, που έφερε προβλήματα στο ταξίδι των «μπλαουγράνα» από τη Βαρκελώνη. Στο δεύτερο παιχνίδι, η Ίντερ «ταμπουρώθηκε» στην περιοχή της και προκρίθηκε. Αυτό βέβαια σε βάθος χρόνου δεν αποδίδει.

Στο παρελθόν, όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στην Ιταλία. Το Μιλάνο ήταν η ποδοσφαιρική πρωτεύουσα του κόσμου. Εδώ στη Γερμανία, μια φράση του Αντρέας Μέλερ είχε ξεχωρίσει: «Μιλάνο ή Μαδρίτη -αρκεί να ’ναι στην Ιταλία!». Όλοι ακόμα καταλαβαίνουν τι εννοούσε, όχι μόνο όσοι πάνε διακοπές στην Ιταλία.

Βάση της ανωτερότητάς τους ήταν η προσαρμοσμένη στην μπάλα άμυνα ζώνης του Αρίγκο Σάκι, που μέχρι και σήμερα είναι το λειτουργικό σύστημα του ποδοσφαίρου. Το σύστημα αυτό υιοθέτησε ολόκληρη η Ιταλία, κάτι που τους έδωσε συγκριτικό πλεονέκτημα. Στη δεκαετία του ’90, η Μίλαν πήγε στον τελικό τρεις διαδοχικές χρονιές (1993, ’94, ’95), για να ακολουθήσει επίσης τρεις φορές η Γιουβέντους (1996, ’97, ’98). Ομάδες όπως η Σαμπντόρια, η Πάρμα και η Λάτσιο κατέκτησαν ευρωπαϊκά τρόπαια. Το 2003 έπαιξαν μεταξύ τους δύο ιταλικές ομάδες, σε έναν τελικό χωρίς τέρματα.

Η σταδιακή πτώση του ιταλικού ποδοσφαίρου έχει αρκετές αιτίες. Για παράδειγμα, πολλοί ιταλικοί σύλλογοι δεν έχουν ιδιοκτήτες από τη δική τους χώρα, αλλά πέρασαν σε αμερικανικά χέρια. Στην Αγγλία, είναι αποδεκτά τα κεφάλαια από το εξωτερικό, όμως στην Ιταλία μαζί με την πώληση εξαφανίστηκαν η ταυτότητα και η ψυχή των ομάδων.

Η βασικότερη αθλητική αιτία για την κρίση του κάλτσιο εντοπίζεται στον αγωνιστικό χώρο. Υπάρχει έλλειψη πρωτοβουλίας, αφοσίωσης και αθλητικών προσόντων. Η Ιταλία ξοδεύει πολύ λιγότερα από τις υπόλοιπες τέσσερις μεγάλες ευρωπαϊκές λίγκες (Αγγλία, Ισπανία, Γερμανία, Γαλλία). Οι παίκτες τρέχουν λιγότερο. Κάποτε διάβασα ένα εντυπωσιακό στατιστικό: η χαμηλότερης αξίας ομάδα της Μπουντεσλίγκα τρέχει περισσότερο από την υψηλότερης αξίας ομάδα της Σέριε Α. Η Ιταλία δεν έχει ανανεώσει το λειτουργικό της σύστημα: δουλεύει υπερβολικά αργά.

Το πρόβλημα δεν είναι πρόσφατο. Ακόμα θυμάμαι πώς ο Μουρίνιο είχε αντικαταστήσει δύο επιθετικούς στον πρώτο ημιτελικό αγώνα κατά της Μπαρτσελόνα το 2010 και τρεις επιθετικούς στον δεύτερο ημιτελικό, επειδή έπαθαν κράμπες -στο 90λεπτο, όχι στην παράταση. Αυτή η έλλειψη δυναμισμού έχει συνεχιστεί και οδηγεί σε πρόβλημα ποιότητας. Σε ποδόσφαιρο όπου δεν ασκείται πίεση από τους αντιπάλους, κανένας παίκτης δεν αναπτύσσει τις ικανότητές του. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν πλέον μονάδες σαν τους Μπάτζιο, Ντελ Πιέρο, Καναβάρο, Μαλντίνι, Μπαρέζι, Γκατούζο, Πίρλο.

Οι σημερινές ιταλικές ομάδες μού θυμίζουν μια Ferrari με λιγότερα από 200 άλογα που μένει από καύσιμα δέκα γύρους πριν από τον τερματισμό. Ακόμα και το ωραιότερο design δεν μπορεί να βοηθήσει. Πρόσφατα, η «Σκουάντρα Ατζούρα» ήταν καλύτερα οργανωμένη από τους Γερμανούς στα προημιτελικά του Nations League, όμως δεν μπορούσε να τους συναγωνιστεί σε ένταση. Οπως είπε ο Τζοβάνι Τραπατόνι, «η Ιταλία έπαιξε σαν να είχε αδειανό ντεπόζιτο καυσίμου».

Από τακτικής άποψης, οι ποδοσφαιριστές της Ιταλίας είναι ακόμα καλοί, ειδικά σε σύγκριση με τους Γερμανούς και τους Αγγλους. Αμυντικά παραμένουν προσαρμοσμένοι στην μπάλα, αποδίδουν σε προσωπικές μονομαχίες και ξέρουν να παίρνουν ρίσκα. Η εθνική τους ομάδα το εκμεταλλεύεται αυτό στην εντέλεια, όπως αποδείχθηκε με τον τίτλο στο Euro 2021.

Όμως το να στηρίζεται μια ομάδα σε ισχνό προβάδισμα 1-0 μπορεί να στραβώσει. Και έτσι η Ιταλία δεν κατάφερε να προκριθεί σε δύο διαδοχικές τελικές φάσεις Μουντιάλ (2018, 2022), ενώ η τελευταία φορά που κέρδισε νοκ άουτ παιχνίδι σε Παγκόσμιο Κύπελλο χρονολογείται από το 2006.

Η τακτική ευκρίνεια της Ιταλίας απλά βοηθάει τους προπονητές της να κερδίζουν τίτλους σε συλλογικό επίπεδο. Για να καταφέρει κάτι τέτοιο ο Κάρλο Αντσελότι, έπρεπε κάποια στιγμή να φύγει από την πατρίδα του.

Πώς μπορεί αυτή η παραδοσιακά ποδοσφαιρική χώρα να βρει τον δρόμο της και να ανακτήσει τη χαμένη δόξα της; Δεν μου φαίνεται τόσο περίπλοκο. Άλλη μια βαριά ήττα με οδηγεί στο συμπέρασμα αυτό. Με την Μπάγερν είχαμε αποκλειστεί στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ του 2016 από την Ατλέτικο Μαδρίτης. Οι αντίπαλοί μας έπαιξαν 180 λεπτά σε ύψιστη ένταση. Το ποδόσφαιρο του Ντιέγο Σιμεόνε ακόμα με εντυπωσιάζει.

Το καλό νέο για την Ιταλία είναι ότι ακόμα μπορείς να κερδίσεις με αμυντικό ποδόσφαιρο. Όμως δεν είναι λύση η επιβράδυνση, ούτε είναι αρκετή η περασμένη δόξα. Πρέπει να προσθέσεις κάτι: δύναμη όταν κερδίσεις την μπάλα, ενεργητικότητα στην κατοχή και διαρκής θέληση να να επιτίθεσαι, το στιλ του Σιμεόνε δηλαδή. Μπορεί κανείς να μάθει πολλά από το πάθος του Αργεντινού προπονητή. Στην πραγματικότητα, κάθε ιταλική ομάδα θα έπρεπε να παίζει όπως η Ατλέτικο Μαδρίτης.

*Ο Φίλιπ Λαμ ήταν ο αρχηγός της πρωταθλήτριας κόσμου Γερμανίας το 2014 και ο διευθυντής της Οργανωτικής Επιτροπής του EURO 2024 που φιλοξένησε η χώρα του. Σήμερα, μαζί με το επιτελείο του, είναι οι αθλητικοί σύμβουλοι της ποδοσφαιρικής ομάδας της Στουτγάρδης.

Πηγή: efsyn.gr

Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news

Μπείτε στην παρέα μας στο instagram

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook

Εγγραφείτε στο κανάλι του metrosport.gr και του Metropolis 95.5 στο youtube

Βρείτε μας και στο spotify

Προτείνουμε
This page might use cookies if your analytics vendor requires them.