Θέμα χρόνου είναι η ολοκλήρωση της μεταγραφής του Χρήστου Ζαφείρη στον ΠΑΟΚ από τη Σλάβια Πράγας. Ο Δικέφαλος προσπάθησε μια, δυο αλλά την τρίτη φορά που χτύπησε την πόρτα των Τσέχων κατάφερε να τους πείσει για να εντάξει στο δυναμικό του ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ο Χρήστος μπήκε στη ζωή των Ελλήνων φιλάθλων από την κλειδαρότρυπα αλλά φρόντισε να κερδίσει τις εντυπώσεις και να προκαλέσει τον ενθουσιασμό κάθε φορά που αγωνιζόταν. Αναγκάστηκε να αλλάξει χώρα μόλις στα εννέα του χρόνια αλλά η μετακίνηση αυτή δε στάθηκε εμπόδιο στα όνειρα του.
Ήθελα να γίνει ποδοσφαιριστής και με μεθοδικά βήματα κατάφερε να εξελίξει το ταλέντο του στη Νορβηγία και να εκτοξεύσει την αξία του στην Τσεχία. Έγινε μήλον της έριδος για το εθνόσημο αλλά το πλάνο του Γιοβάνοβιτς τον κέρδισε και ο Ζαφείρης κλώτσησε την μπάλα με τα γαλανόλευκα.
Ποια είναι, όμως, η πορεία του; Τι πρέπει να γνωρίζουμε για εκείνον;
Από την Αθήνα στη Νορβηγία και την ακαδημία της Βαλερένγκα
Γεννημένος στις 20 Φεβρουαρίου 2003 στην Αθήνα, ο Χρήστος Ζαφείρης κόλλησε από μικρός το μικρόβιο της στρογγυλής θεάς. Έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα σε διάφορες ακαδημίες της πρωτεύουσας, όπου ξεχώρισε ανάμεσα στους συνομηλίκους του. Μετά από επιτυχημένα δοκιμαστικά, εντάχθηκε σε ακαδημία που ανήκε στο δίκτυο του Παναθηναϊκού τραβώντας γρήγορα τα βλέμματα με το ταλέντο του.
Η ζωή του πήρε νέα τροπή μόλις στα εννέα του χρόνια όταν η οικογένεια του αποφάσισε να μετακομίσει στη Νορβηγία λόγω της οικονομικής κρίσης που είχε πλήξει την Ελλάδα. Ο παππούς του ζούσε χρόνια στο εξωτερικό και φρόντισε να βοηθήσει τον μπαμπά του Χρήστου να βρει δουλειά ως μηχανικός στο Όσλο. Η αλλαγή ήταν ριζική και δύσκολη για τον μικρό, που έπρεπε να αποχωριστεί φίλους, σχολείο και συνήθειες, μετακομίζοντας σε μια εντελώς διαφορετική χώρα με άλλη γλώσσα και κουλτούρα. «Ήταν πολύ δύσκολο για όλη την οικογένεια. Έπρεπε να ξεκινήσουμε μια νέα ζωή σε μια εντελώς ξένη χώρα. Δεν ξέραμε τη γλώσσα, δεν γνωρίζαμε κανέναν… Στο τέλος, το ποδόσφαιρο μας βοήθησε πάρα πολύ», είχε δηλώσει σε συνέντευξη του.
Παρόλο που στην αρχή δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί και να βρει τη θέση του, το ποδόσφαιρο ήταν η σταθερή αγάπη και παρηγοριά του και ο τρόπος να κάνει νέους φίλους. Κάτι που είχε παραδεχθεί και ο ίδιος σε συνέντευξή του, λέγοντας ότι «Έκανα φίλους χάρη σε αυτό. Απλώς έβγαινα με την μπάλα, γνώριζα νέα άτομα και έμαθα να μιλάω νορβηγικά αρκετά γρήγορα χάρη στο ποδόσφαιρο. Οι γονείς μου, με τη σειρά τους, έκαναν φίλους στον σύλλογο όπου έπαιζα. Έτσι, το ποδόσφαιρο έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στο να ενταχθούμε στη Νορβηγία».
Αφού εγκαταστάθηκαν στη Νορβηγία, ο Ζαφείρης πέρασε από τις ακαδημίες της Λίλεστρομ, της Φόρνεμπου και της Φιέλχαμαρ, όπου η συνεχής βελτίωσή του τράβηξε την προσοχή των ανθρώπων από τις κορυφαίες ομάδες της χώρας. Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε στα 14 του χρόνια, όταν η Βαλερένγκα τον εντόπισε και τον ενέταξε στις ακαδημίες της. Εκεί, με την υποστήριξη προπονητών και γυμναστών που ειδικεύονται στην εξέλιξη νεαρών ταλέντων και σε σύγχρονες εγκαταστάσεις κατάφερε να αναπτύξει ακόμη περισσότερο τις ικανότητές του.
Υπό τις οδηγίες των προπονητών του εκεί, δοκιμάστηκε σε διαφορετικές θέσεις στο γήπεδο, από επιθετικός και δεκάρι μέχρι και μπακ, ώσπου τελικά βρήκε το ρόλο που του ταιριάζει περισσότερο εκεί στο κέντρο. Ο ρόλος αυτός του επέτρεψε να αναδειχτεί ως ο κινητήριος μοχλός του κέντρου και η ομάδα στηρίχθηκε στην τεχνική και την οξυδέρκειά του. Σύντομα έγινε βασικός και ηγέτης της ομάδας, κερδίζοντας το σεβασμό και την εμπιστοσύνη των συμπαικτών και προπονητών.
Ο δανεισμός στην Γκρόρουντ, οι δοκιμές σε Αγγλία και Ολυμπιακό και η μεταγραφή στη Σλάβια
Παρά την πρόοδο και τη σκληρή δουλειά, ο δρόμος προς την πρώτη ομάδα της Βαλερένγκα δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Παρόλο που ήταν ανάμεσα στους παίκτες που ξεχώρισαν, το πλάνο της ομάδας δεν του έδωσε την ευκαιρία να αγωνιστεί σε επίπεδο πρώτης ομάδας, κάτι που απογοήτευσε τον ίδιο. Σε αντίθεση με έναν άλλο νεαρό της ηλικίας του, που είχε ήδη ενταχθεί στην πρώτη ομάδα, ο Ζαφείρης έμεινε να παίζει στην Κ19 και στη δεύτερη ομάδα. Ένιωθε ότι μπορούσε να ανταπεξέλθει σε υψηλότερο επίπεδο και το παράπονο αυτό τον οδήγησε στην απόφαση να ψάξει αλλού την ευκαιρία του.
Αυτή η ευκαιρία ήρθε μέσω της Γκρόρουντ, μιας ομάδας της δεύτερης κατηγορίας στη Νορβηγία. Εκεί, ο νεαρός μέσος όχι μόνο πήρε χρόνο συμμετοχής, αλλά άρχισε να αφήνει το στίγμα του με εμφανίσεις γεμάτες ενέργεια, τεχνική και αποτελεσματικότητα. Κατέγραψε 50 συμμετοχές, σημείωσε τρία γκολ και έδωσε πέντε ασίστ, επιδόσεις που τράβηξαν τα βλέμματα ομάδων της πρώτης κατηγορίας στη Νορβηγία.
Η πορεία του δεν ήταν άγνωστη και στο εξωτερικό. Πριν αυτή η εξέλιξη γίνει πραγματικότητα, ο Χρήστος είχε περάσει από δοκιμαστικά σε μεγάλους ευρωπαϊκούς συλλόγους, όπως η Τσέλσι, η Λέστερ και η Γουέστ Χαμ στην Αγγλία, αλλά και στον Ολυμπιακό στην Ελλάδα. Παρότι δεν κατάφερε να παραμείνει σε αυτές τις ομάδες, η εμπειρία αυτή ήταν πολύτιμη και τον βοήθησε να διαμορφώσει πιο ώριμη ποδοσφαιρική προσωπικότητα. Το επόμενο κεφάλαιο στην καριέρα του ήταν η μεταγραφή του στη Χάουγκεσουντ, ομάδα της πρώτης κατηγορίας στη Νορβηγία, όπου μέσα σε μόλις δύο χρόνια καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο αξιόλογους παίκτες της γενιάς του.
Το 2023, η μεγάλη πρόκληση ήρθε με τη μεταγραφή του στη Σλάβια Πράγας, ένα από τα ιστορικά κλαμπ της Τσεχίας, το οποίο επένδυσε πάνω του περίπου 3.2 εκατομμύρια ευρώ. Η μεταγραφή αυτή, πέρα από οικονομική επιτυχία, αποτέλεσε για τον Ζαφείρη και μια επιβεβαίωση του ταλέντου και της αξίας του. Από τις πρώτες στιγμές του στην Τσεχία, απέδειξε γιατί του ανατέθηκε το «βαρύ» Νο10, συνδυάζοντας την δημιουργικότητα με την αποτελεσματικότητα, συμβάλλοντας στην κατάκτηση ενός κυπέλλου και στην έντονη διεκδίκηση του πρωταθλήματος. Οι εμφανίσεις του εντυπωσίασαν προπονητές και κοινό και δικαίωσαν τους διοικούντες για την επιλογή τους. Κατέγραψε συνολικά 104 συμμετοχές, 13 γκολ και 12 ασίστ. Την προηγούμενη αγωνιστική περίοδο αγωνίστηκε σε 44 παιχνίδια και είχε έξι γκολ και τέσσερις ασίστ.
Η Νορβηγία τον διάλεξε αλλά ο Γιοβάνοβιτς τον «άρπαξε»
Ο Χρήστος Ζαφείρης, με ελληνική καταγωγή αλλά και «βαθιές ρίζες» στη Νορβηγία, είχε το δικαίωμα να εκπροσωπήσει και τις δύο χώρες σε επίπεδο μικρών εθνικών ομάδων. Η πορεία του άρχισε από τη Νορβηγία, όπου αγωνίστηκε σε όλες τις κατηγορίες από την Κ15 μέχρι και την Κ21. Εκεί όχι μόνο ξεχώρισε για το ταλέντο του, αλλά αναδείχθηκε και σε ηγέτη, φορώντας ακόμη και το περιβραχιόνιο του αρχηγού στην ομάδα των νέων, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή και καθοριστική του παρουσία.
Το ενδιαφέρον της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας για τον Ζαφείρη ήρθε σε μια κομβική στιγμή, μετά την ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας της Εθνικής ομάδας από τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Ο Σέρβος προπονητής διέκρινε αμέσως την αξία του νεαρού μέσου και έδωσε το «πράσινο φως» για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες ώστε ο Ζαφείρης να φορέσει ξανά το εθνόσημο της Ελλάδας. Μαζί με τον Χρήστο, στο επίκεντρο βρέθηκε και ο Κωνσταντίνος Καρέτσας, ο οποίος επίσης διαθέτει διπλή υπηκοότητα και θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της νέας γενιάς.
Παρά τις προσπάθειες της ΕΠΟ να ολοκληρωθεί γρήγορα η αλλαγή εθνικής εκπροσώπησης και να ενσωματωθεί ο παίκτης άμεσα στα πλάνα του Γιοβάνοβιτς, το «οκ» της FIFA δεν ήρθε εγκαίρως. Ως αποτέλεσμα, ο νεαρός μεσοεπιθετικός δεν κατάφερε να αγωνιστεί αμέσως με την Εθνική Ελλάδας, γεγονός που προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον από τη Νορβηγία.
Η νορβηγική ποδοσφαιρική ομοσπονδία, γνωρίζοντας την αξία του παίκτη και τον κίνδυνο απώλειάς του, προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον κρατήσει στην πλευρά της. Υπόσχονταν άμεση συμμετοχή στην ανδρική ομάδα, προσφέροντάς του την ευκαιρία να αποκτήσει σημαντική εμπειρία σε υψηλό επίπεδο. Ωστόσο, παρά τις δελεαστικές προτάσεις και την πίεση, ο Ζαφείρης επέλεξε να ακολουθήσει το ελληνικό ποδοσφαιρικό project, δείχνοντας αποφασιστικότητα και αφοσίωση στο όραμα που του παρουσιάστηκε μέσω της ΕΠΟ και του Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Έκανε το ντεμπούτο του με τα γαλανόλευκα κόντρα στη Φιλανδία και έκτοτε μετρά εννέα συμμετοχές και συνολικά 370 λεπτά συμμετοχής.
Η ραγδαία άνοδος της αξίας του στην αγορά
Η πορεία της αγοραίας αξίας του Χρήστου Ζαφείρη τα τελευταία χρόνια αποτυπώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την εξέλιξη και την ανοδική του πορεία ως ποδοσφαιριστής υψηλού επιπέδου στην Ευρώπη.
Από το 2021, όταν ο νεαρός χαφ ξεκινούσε να γίνεται γνωστός, η αξία του ήταν σχετικά χαμηλή, κυμαινόμενη σε επίπεδα κάτω του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Ωστόσο, η σταδιακή βελτίωση των επιδόσεών του, οι εμφανίσεις σε νεαρή ηλικία αλλά και οι δυνατότητες που έδειχνε στο γήπεδο, οδήγησαν σε μια σταθερή αύξηση της αξίας του την επόμενη διετία.
Η μεγάλη έκρηξη σημειώθηκε το 2023, όταν η αξία του ξεπέρασε τα 2 εκατομμύρια ευρώ, γεγονός που υπογράμμισε την αυξανόμενη ζήτηση και την αναγνώριση του ως ένα από τα πιο πολλά υποσχόμενα ταλέντα της γενιάς του. Την ίδια χρονιά, η άνοδος έγινε ακόμα πιο εντυπωσιακή, με την αξία του να εκτοξεύεται στα 4,5 εκατομμύρια ευρώ.
Τα επόμενα χρόνια, το 2024 και το 2025, η ανοδική πορεία συνεχίστηκε με σταθερό ρυθμό, φτάνοντας στα 7 εκατομμύρια και εν συνεχεία στα 11 εκατομμύρια ευρώ.