Σύμφωνα με τα όσα καταγράφει το ρεπορτάζ του star, «με μια πρώτη ματιά στις αγορές του διαδικτύου διαπιστώνει κανείς πως υπάρχουν νομίσματα που πωλούνται σε αστρονομικές τιμές. Αρκετοί πωλούν μεμονωμένα κομμάτια και άλλοι μπορεί να πωλούν ολόκληρες συλλογές. Σύμφωνα με εκτιμητές νομισμάτων, η πλειονότητα των ελληνικών δραχμών που κυκλοφόρησαν μετά το 1900 δεν έχουν σημαντική συλλεκτική αξία. Ωστόσο, υπάρχουν και εξαιρέσεις που αγγίζουν εντυπωσιακά ποσά, ιδίως όταν πρόκειται για σπάνια, ακυκλοφόρητα νομίσματα ή νομίσματα από την προ του 20ού αιώνα περίοδο.
Για παράδειγμα, όπως μπορεί κανείς να δει στο site του Χρυσού Οδηγού, στην Καλλιθέα συλλέκτης πουλά ένα νόμισμα του 1851 από την εποχή του Όθωνα στην αστρονομική τιμή των 97.000 ευρώ. Επίσης, στη Βάρκιζα πωλείται συλλογή νομισμάτων διαφόρων χρονολογιών για 51.650 ευρώ, ενώ 10.000 ευρώ πουλά συλλέκτης μια ακόμα συλλογή νομισμάτων ελληνικών και ξένων από το 1860 και μετά.
Η συλλεκτική αξία ενός νομίσματος επηρεάζεται από τρεις βασικούς παράγοντες:
Ημερομηνία έκδοσης: Όσα νομίσματα χρονολογούνται πριν το 1900 έχουν αυξημένες πιθανότητες να είναι συλλεκτικά.
Κατάσταση διατήρησης: Ένα νόμισμα που παραμένει «παρθένο», χωρίς φθορές ή ίχνη χρήσης, έχει πολύ μεγαλύτερη αξία.
Σπανιότητα και ζήτηση: Όσο πιο σπάνιο είναι ένα νόμισμα στην αγορά, τόσο υψηλότερη η αξία του.
Συνιστάται στους πολίτες που κατέχουν παλιές δραχμές να απευθύνονται σε πιστοποιημένους εκτιμητές ή εξειδικευμένους οίκους δημοπρασιών, ώστε να αποφύγουν πιθανές υποτιμήσεις. Η αγορά των συλλεκτικών νομισμάτων παραμένει ενεργή, όμως επηρεάζεται σημαντικά από εξωγενείς παράγοντες, όπως η οικονομική συγκυρία και η γενικότερη ζήτηση. Ένα νόμισμα που σήμερα αποτιμάται σε χιλιάδες ευρώ, αύριο ενδέχεται να υποχωρήσει σημαντικά στην αξία του — ή και το αντίστροφο, επισημαίνεται στο ρεπορτάζ του τηλεοπτικού σταθμού.