Διασυνδέσεις κι εκτός Ελλάδας φέρεται να είχαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης που δραστηριοποιούνταν στο εκτεταμένο λαθρεμπόριο και νοθεία καυσίμων, με τα «πλοκάμια» της να εξαπλώνονται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πέρα από τη δράση σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Θεσσαλία, Ήπειρο και Πελοπόννησο, το κύκλωμα διατηρούσε διασυνδέσεις σε Ρουμανία, Πολωνία, Βουλγαρία και Αλβανία, με τις αρχές να προχωρούν στη σύλληψη 22 ατόμων μεταξύ των οποίων του αρχηγού και διευθυνόντων προσώπων των δύο υποομάδων.
Επί της ουσίας, το κύκλωμα λειτουργούσε μέσα από δύο διακριτές υποομάδες, εκ των οποίων η πρώτη εισήγαγε από το εξωτερικό χημικούς διαλύτες και τους αναμείγνυε με τα καύσιμα, ενώ η δεύτερη μεθόδευε εικονικές εξαγωγές βενζίνης, αποφεύγοντας την καταβολή φόρων και δασμών. Παράλληλα, η ομάδα αυτή διέθετε στην ελληνική αγορά ποσότητες αμόλυβδης βενζίνης, οι οποίες προέρχονταν από το εξωτερικό και εξήγαγε άλλες στην Αλβανία, με παραποιημένα τελωνειακά έγγραφα.
Πέρα, όμως, από την προμήθεια νοθευμένων καυσίμων, η σπείρα χρησιμοποιούσε παράνομα λογισμικά σε αντλίες καυσίμων και συστήματα εισροών-εκροών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, προκειμένου να σχηματίζει ελλειμματικές παραδόσεις στους καταναλωτές και κατ’ επέκταση οικονομική ζημία στο Δημόσιο. Συχνά, δε, μετέρχονταν τεχνάσματα που απαιτούσαν οργανωμένες διαδικασίες, ενώ προχωρούσαν σε σύσταση εικονικών εταιρειών και έκδοση ψευδών παραστατικών, αποφεύγοντας φορολογικές και τελωνειακές επιβαρύνσεις.