Χρήση της καλοκαιρινής άδειας έχουν αρχίσει και κάνουν ήδη οι εργαζόμενοι, που παράλληλα -όσοι το δικαιούνταi- θα πρέπει να λάβουν από τους εργοδότες τους και το επίδομα άδειας.
Όπως αναφέρει το ΚΕΠΕΑ, τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της άδειας του και δεν συμψηφίζονται με ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές.
«Το επίδομα άδειας καταβάλλεται ολόκληρο την πρώτη μέρα της άδειάς μας. Αυτή είναι η καταληκτική ημερομηνία. Όταν ο εργαζόμενος υποβάλλει μία αίτηση για άδεια ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος μέσα σε 2 μήνες να την χορηγήσει. Η μεταφορά της άδειας σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται. Αν και δεν είναι σπάνιο, αν μεταφερθεί, τότε οφείλεται διπλή στο 100%. Επίσης αν απολυθεί ο εργαζόμενος σε εποχή που είναι σε άδεια που έχει μεταφερθεί, τότε δεν προστατεύεται από την απόλυση», τόνισε μεταξύ άλλων ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, μιλώντας στο MEGA.
Πότε καταβάλλεται το επίδομα άδειας
Το επίδομα άδειας καταβάλλεται προκαταβολικά
Δίνεται μαζί με τις αποδοχές κατά την έναρξη της άδειας
Αν η άδεια δίνεται τμηματικά, και το επίδομα καταβάλλεται αναλογικά
Δικαιούχοι της κανονικής άδειας
Η ετήσια κανονική άδεια χορηγείται με αποδοχές σε όλους τους μισθωτούς που συνδέονται με τον εργοδότη με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Δηλαδή η ετήσια κανονική άδεια οφείλεται τόσο σε έγκυρες, όσο και σε άκυρες συμβάσεις εργασίας.
Κανονική άδεια δικαιούνται επίσης και οι μισθωτοί που απασχολούνται καθημερινά λιγότερες ώρες από το συνηθισμένο ή το νόμιμο ωράριο της ημερήσιας εργασίας τους. Δηλαδή οι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν κανονική άδεια όχι μόνο όταν έχουν πλήρη απασχόληση, αλλά και όταν η εργασία τους διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα ημερησίως (μερική απασχόληση).
Αποδοχές εργαζόμενου κατά την άδεια
Κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη τις "συνήθεις αποδοχές" που θα ελάμβανε αν πραγματικά απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του. Στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνεται οτιδήποτε καταβάλλεται στο μισθωτό τακτικά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της εργασίας του, δηλαδή τόσο ο πάγιος μισθός ή το ημερομίσθιο, όσο και κάθε είδους πρόσθετες συμπληρωματικές παροχές, είτε σε χρήμα είτε σε είδος (όπως λ.χ. τροφή, κατοικία, ποσοστά, επιδόματα κλπ).
Διευκρινίζεται ότι στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνονται και οι προσαυξήσεις για εργασία κατά τις νύκτες, τις Κυριακές και αργίες, καθώς επίσης και η αμοιβή για υπερεργασία και η προσαύξηση για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση (όχι όμως και η παράνομη υπερωρία), την οποία ο μισθωτός πραγματοποιεί είτε τακτικά κάθε μήνα, είτε κατ’ επανάληψη σε ορισμένα ή και ακανόνιστα χρονικά διαστήματα μέσα στο χρόνο, κατά τρόπο που να αποτελεί σύνηθες φαινόμενο (π.χ. όταν είναι βέβαιο ότι θα καταβάλλονταν οι ανωτέρω αμοιβές και κατά το χρόνο της άδειας, αν ο μισθωτός εργαζόταν κατ’ αυτή).
Δεν αποτελούν μισθό και συνεπώς δεν λαμβάνονται για τον καθορισμό των αποδοχών αδείας, τα ποσά που καταβάλλονται για οδοιπορικά και έξοδα κίνησης, καθώς και η αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία, εκτός εάν αυτή παρέχεται τακτικά και σταθερά. Επίσης, δεν συνυπολογίζονται το επίδομα αδείας και τα Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα.