Το νέο πολυαναμενόμενο iPhone 17 έφτασε στα ράφια με την τιμή του εκτός από υψηλή να διαφέρει ανάλογα με τη χώρα λόγω των φόρων και των δασμών. Όμως το ερώτημα κάθε χρόνο είναι ένα; Πόσα χρήματα θα πρέπει να ξοδέψει κάποιος και πόσο αντιστοιχεί αυτό βάση του ημερομίσθιου σε κάθε χώρα;
Αν εξετάσει κανείς πόσες ώρες εργασίας απαιτούνται για την αγορά του, βάσει των στοιχείων του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας για τις μέσες αποδοχές, οι ανισότητες είναι εμφανείς.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το βασικό μοντέλο με μνήμη 256 GB ξεκινά από τα 799 δολάρια, τιμή που με τον φόρο πώλησης στην Καλιφόρνια ανεβαίνει περίπου στα 857 δολάρια. Το κορυφαίο iPhone Pro Max, με μεγαλύτερη οθόνη, ενισχυμένη μπαταρία και αναβαθμισμένο hardware, φτάνει τα 1.286 δολάρια.
Στην Ευρώπη, οι τιμές κινούνται υψηλότερα. Στην Πορτογαλία το βασικό μοντέλο αγγίζει τα 1.160 δολάρια, στην Ουγγαρία τα 1.200, ενώ στη Γερμανία κοστίζει περίπου 1.110 δολάρια και στο Ηνωμένο Βασίλειο γύρω στα 1.080. Στον αντίποδα, Βραζιλία και Τουρκία καταγράφουν τις πιο «τσουχτερές» τιμές: πάνω από 1.480 και 1.880 δολάρια αντίστοιχα.
Σε χώρες όπως η Ινδία και το Βιετνάμ, αν και η τιμή σε απόλυτους αριθμούς είναι χαμηλότερη (κάτω από 1.000 δολάρια σε τοπικό νόμισμα), οι εργαζόμενοι χρειάζεται να δουλέψουν πολύ περισσότερο για να το αποκτήσουν, καθώς οι μέσες μικτές ωριαίες αποδοχές δεν ξεπερνούν το 1–1,60 δολάριο. Αντίθετα, στη Βραζιλία και την Τουρκία, όπου οι τιμές είναι υψηλότερες, οι μισθοί κινούνται γύρω στα 4 δολάρια την ώρα.
Η παραγωγή της Apple στην Ινδία έχει συμβάλει στη μείωση της τιμής τοπικά, καθώς παρακάμπτονται οι υψηλοί εισαγωγικοί φόροι. Παρ’ όλα αυτά, η αγοραστική δύναμη παραμένει χαμηλή.
Στην Ευρώπη, το iPhone αποδεικνύεται πιο «βαρύ» στις χώρες με χαμηλότερους μισθούς, όπως η Πορτογαλία και η Ουγγαρία, ενώ πιο προσιτό είναι σε Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Σκανδιναβία. Η Νότια Κορέα, αν και παραδοσιακά φθηνότερη αγορά για iPhones, δείχνει λιγότερο ευνοϊκή όταν ληφθούν υπόψη τα επίπεδα μισθών.
Η Ελβετία ξεχωρίζει ως η πιο «φιλική» αγορά για τον καταναλωτή: συνδυάζει σχετικά χαμηλές τιμές με υψηλά εισοδήματα, καθιστώντας το νέο iPhone 17 πιο προσιτό για τον μέσο εργαζόμενο σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα.