Από τη μία πλευρά ο ΠΑΟΚ που πήρε ένα φοβερό Πρωτάθλημα το 2024 χωρίς φορ γκολτζή, από την άλλη το φοβερό όφελος ομάδων που διαθέτουν κανονιέρηδες φορ, όπως ο άνετος πρωταθλητής του 2025 Ολυμπιακός τον Ελ Κααμπί.
Προφανώς οι 9 στους 10 προπονητές, αλλά και οι 9 στους 10 φίλαθλοι θα προτιμούσαν η ομάδα τους πάντα να διαθέτει ένα κλασικό νούμερο 9 που να ξέρει να στέλνει την μπάλα στα δίχτυα. Υπάρχει, για παράδειγμα, οπαδός του Αρη που δεν θα ήθελε τον Μορόν; Η, μήπως, υπάρχει οπαδός της Μάντσεστερ Σίτι που δεν θα ήθελε τον Χάαλαντ;
Ο Ραζβάν Λουτσέσκου δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Αλλά στη δική του περίπτωση το ζήτημα δεν είναι αν θέλει φορ. Είναι τι είδους φορ θέλει. Κι αυτό το μάθαμε πλέον πολύ καλά. Το εμπεδώσαμε απόλυτα.
Οταν είχε τον Πρίγιοβιτς, τον τελευταίο μεγάλο σέντερ φορ που διέθετε ο ΠΑΟΚ, προσπαθούσε να καθιερώσει ως βασικό τον Κουλούρη. Οταν του ζητήθηκε να επιλέξει μέσα από μια λίστα σέντερ φορ, έδειξε χωρίς πολλή σκέψη με το δάχτυλο το όνομα του Νέλσον Ολιβέϊρα. Δεν έκρυψε ποτέ τη συμπάθειά του στον Μπράντον, τον οποίο ακόμη και στην κακή περσινή σεζόν του θεωρούσε πρώτη επιλογή απέναντι σε Τσάλοφ, Τισουντάλι και Σαμάτα.
Ο Λουτσέσκου, λοιπόν, λατρεύει τους χαμάληδες σέντερ φορ. Αυτούς που “κάνουν πολλές δουλειές μέσα στο γήπεδο”, όπως αρέσει στους προπονητές να λένε. Που τρέχουν συνεχώς για να μαρκάρουν τους δύο αντίπαλους στόπερ, που βγαίνουν στα πλάγια για να ανοίξουν χώρους, που γίνονται κομμάτια συνδυαστικού παιχνιδιού και που δεν… τραβάνε μεγάλο άγχος για να σκοράρουν, όσο για να υπηρετήσουν την αγωνιστική φιλοσοφία του κόουτς. Ο Πρίγιοβιτς δεν τα έκανε όλα αυτά, αλλά έστελνε την μπάλα στο πλεκτό. Ο Κουλούρης τα έκανε και είχε τον σεβασμό του Λουτσέσκου χωρίς να “βλέπει” εύκολα πλεκτό. Ο Ολιβλέιρα επίσης τα έκανε, ήταν μανούλα στο να τρώει και να δίνει “ξύλο”, το ίδιο και ο Μπράντον, που κύριο προσόν έχει να ενοχλεί τους αντίπαλους αμυντικούς.
Τώρα που ο ΠΑΟΚ αναζητά εναγωνίως έναν γκολτζή, το εύλογο ερώτημα είναι αν ο Λουτσέσκου ζητήσει έναν σκόρερ, ή έναν λίγο απ’ όλα αλλά και με λίγα γκολ. Εναν Πρίγιοβιτς , ας πούμε, ή έναν Ολιβέιρα. Δεν λέω καν Κουλούρη, διότι με τον Ευθύμη αποδείχτηκε κάτι άλλο, που επίσης έχει ενδιαφέρον: Στον ΠΑΟΚ, με τον Λουτσέσκου, δεν σκόραρε γιατί δεν έπαιζε φουνταριστός, καθαρά φορ περιοχής και δεν ήταν ο παίκτης που γινόταν συχνά αποδέκτης των μεταβιβάσεων των συμπαικτών του σε θέση για γκολ. Δεν του επέτρεπε το “χαμαλίκι” να έχει συχνά την ευκαιρία για γκολ. Στον Ατρόμητο, όπως θυμάστε όλοι, σκόραρε μια χαρά, ενώ στο πολωνικό Πρωτάθλημα με την Πογκόν Σέτσιν έχει ήδη πετύχει 40 γκολ σε 66 συμμετοχές. Αλλά ούτε στον Ατρόμητο έκανε, ούτε και στην Πογκόν κάνει “πολλές δουλειές στο γήπεδο”. Δουλειά του είναι να σκοράρει και την κάνει καλά.
Θυμίζω ότι ο Τισουντάλι αποκτήθηκε με την επίγνωση ότι δεν είναι κλασικός φορ, ότι ο Τσάλοφ αποκτήθηκε με τη βεβαιότητα ότι κινείται σε όλο το πλάτος του γηπέδου από το κέντρο και κάτω και ότι ο Σαμάτα αποκτήθηκε επειδή κι αυτός ήταν πολύ φιλότιμος στο να συνεισφέρει αμυντικά. Η αλήθεια είναι, φυσικά, ότι όλοι στον ΠΑΟΚ περίμεναν ευχέρεια στο σκοράρισμα και από τον Σαμάτα και από τον Τσάλοφ, καθώς αυτό εγγυόταν η προυπηρεσία τους. Και οι δύο διέψευσαν τις προσδοκίες και δεν νομίζω ότι ευθύνεται γι’ αυτό ο τρόπος με τον οποίο τους χρησιμοποίησε ο Λουτσέσκου. Είδαμε ότι τους δόθηκαν πολλές ευκαιρίες στα ματς στα οποία αγωνίστηκαν και τα γκολ χάθηκαν εξ αιτίας της δικής τους αδυναμίας να στείλουν την μπάλα στα δίχτυα. Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι.
Εχει, πάντως, πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η τελική επιλογή του ΠΑΟΚ για τη θέση 9. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του παίκτη που θα αποκτηθεί, το στιλ του παιχνιδιού του και η σχέση του με το γκολ. Αλλο τόσο ενδιαφέρον θα έχει ο τρόπος με τον οποίο θα του ζητήσει να προσφέρει ο Λουτσέσκου. Αν επιμείνει στο αγαπημένο του “χαμαλίκι”, ή αν προτιμήσει να απολαμβάνει το εύκολο γκολ, όπως γίνεται με τον Ελ Κααμπί στον Ολυμπιακό. Τον Ελ Κααμπί, που ο Μεντιλίμπαρ είναι φως φανάρι ότι δεν του ζητάει να τρέχει ακατάπαυστα σαν σκύλος για να παίζει άμυνα.
Εννοείται ότι όλα αυτά δεν θα χρειαζόταν καν να τα συζητάμε αν ο ΠΑΟΚ είχε πιστέψει στον Στέφανο Τζίμα, είχε αποφασίσει να δουλέψει μαζί του για να αναδείξει τον μεγάλο γκολτζή της επόμενης 15ετίας και αν τον είχε ο ίδιος φτάσει στο σημείο να κοστίζει σήμερα 20 με 25 εκατομμύρια ευρώ, με προοπτική να φτάσει στα 30, στα 40, στα 50, αν παρέμενε κι άλλα χρόνια στον ΠΑΟΚ. Και αγωνιστικά οφέλη τεράστια θα προέκυπταν και οικονομικά. Συν τοις άλλοις, δεν θα ζούσαμε το κακόγουστο περσινό ανέκδοτο με τους τέσσερις φορ του ΠΑΟΚ, που όλοι μαζί δεν πλησίασαν καν την επίδοση του Μορόν στο σκοράρισμα…
Η Νυρεμβέργη έκανε τη δουλειά της, προσφέροντας φυσικά πολύτιμες υπηρεσίες στον ίδιο τον Τζίμα, η Μπράϊτον θα κάνει κι αυτή τη δουλειά της και ο ΠΑΟΚ ψάχνει ακόμη για έναν κανονικό φορ, επειδή προτίμησε το γρήγορο χρήμα από το να βασιστεί στον υπέροχο φορ, τον γεννημένο γκολτζή, το δικό του παιδί, τον Στέφανο Τζίμα.
Στέλιος Απ. Γρηγοριάδης