Κάθε του κίνηση είναι μελετημένη, ακριβής και ακόμη και η πιο μικρή λεπτομέρεια φαίνεται φυσική. Κοιτάει τον πήχη, παίρνει μια βαθιά ανάσα, μετρά τα βήματα του και απλά κατακτά την κορυφή. Σαν το γεράκι που αιωρείται ψηλά στον αέρα παρατηρώντας με απόλυτη συγκέντρωση τη λεία του και επιτίθεται με αστραπιαία ταχύτητα και αποφασιστικότητα. Ο Μόντο δεν αγωνίζεται απλώς, αιωρείται πάνω από τα όρια και απλά φροντίζει να σε αφήσει με το στόχο ανοιχτό βλέποντας τον αριθμό να αναγράφεται δίπλα στον πήχη.
Στο μίτινγκ «Ίστβαν Γκιουλάι» που διεξήχθη στη Βουδαπέστη «έσπασε» για 13η φορά (ναι, δεν έχει γίνει λάθος έχει 13 ρεκόρ) το παγκόσμιο ρεκόρ ξεπερνώντας τα 6.29μ. Μοιάζει απίστευτο αλλά για εκείνον είναι μια απλή καθημερινότητα. Και αν νομίζεις ότι είναι κάτι εύκολο, αναλογίσου ότι είναι στα 25 του χρόνια και έχει καταφέρει να ξεπεράσει εδώ και καιρό δυο μεγάλους αθλητές, τον Ρενό Λαβιλενί (6.16μ) και τον Σεργκέι Μπούμπκα (6.15μ) και μάλιστα, φαίνεται ότι θα συνεχίσει να ανεβάζει τον πήχη πόντο πόντο.
Μάλιστα, ο Ουκρανός έχει πλέξει το εγκώμιο του Μόντο τονίζοντας: «Τον είδα να αγωνίζεται πρώτη φορά στο παγκόσμιο παίδων στο Κάλι. Όταν πέρασε τα 6 μέτρα για πρώτη φορά σε ηλικία 18 ετών το θεώρησα ότι είναι κάτι πολύ εξαιρετικό. Δεν με εξέπληξε αυτό που έκανε γιατί η πρόοδος του από πολύ μικρή ηλικία ήταν εντυπωσιακή. Δεν ξέρω ποιο μπορεί να είναι το όριο του. Το ανθρώπινο όριο όμως στο επί κοντώ είναι ακόμα μακριά».
Γεννήθηκε για να «πετάει»
Γεννημένος στη Λουιζιάνα της Αμερικής το 1999, ο αθλητισμός μπήκε στη ζωή του από τα πρώτα του βήματα και το επί κοντώ έγινε ο μεγάλος του έρωτας. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε αφού ο πατέρας του ήταν αθλητής του επί κοντώ και η μητέρα του, Έλενα, έπαιζε βόλεϊ και διακρινόταν στο έπταθλο. Αμφότεροι φρόντισαν να του μεταδώσουν την αγάπη τους για τον αθλητισμό και ο μικρός Αρμάντ δεν άργησε να δείξει την κλήση του.
Μόλις στα επτά του χρόνια άρχισε να δημιουργεί τα πρώτα του ρεκόρ πηδώντας πάνω από τα 2.33 μέτρα. Στα 11 του είχε ήδη καταφέρει να περάσει τα 3.91 μέτρα, ενώ στα 18 του ξεπέρασε τα 6.05 μέτρα, αφήνοντας σαφές δείγμα της μελλοντικής του υπεροχής στο άθλημα.
Η πορεία του, ωστόσο, δεν ήταν χωρίς προκλήσεις. Μέχρι τα επτά του χρόνια δυσκολευόταν να βρει κοντάρι που να ταιριάζει στο μικρό του σώμα. «Πρέπει να ήμουν το μικρότερο σε ηλικία παιδί που ασχολήθηκε με το επί κοντώ. Δεν νομίζω ότι βρίσκεις πολλούς επτάχρονους να κάνουν άλματα εκεί έξω. Ο εξοπλισμός που είχαμε στον κήπο ήταν κάτι που μπορώ να θυμηθώ από τότε που υπάρχω. Δεν ήξερα πως ήταν να έχεις τίποτα διαφορετικό.
Για εμένα, ήταν απόλυτα φυσιολογικό να γυρνάω από το σχολείο και να πηγαίνω στον κήπο για να αρχίσω τα άλματα. Αυτή ήταν μια κανονική μέρα για εμένα. Δεν το έβλεπα σαν κάτι ασυνήθιστο, ήταν σαν να κλωτσάω μια μπάλα. Αυτή η μοναδικότητα μου σε σχέση με τα παιδιά της ηλικίας μου με έχει φέρει εδώ που είμαι τώρα. Ερωτεύτηκα το επί κοντώ σε πολύ μικρή ηλικία και έγινα καλός στο επί κοντώ επίσης σε πολύ μικρή ηλικία».
Η λατρεία του για το επί κοντώ μεγάλωνε σε κάθε άλμα: «Λάτρεψα το άθλημα προτού γίνω γρήγορος και δυνατός. Όταν έγινα γρήγορος και δυνατός, άρχισα να τρυπάω τον ουρανό σε κάθε ευκαιρία», έχει δηλώσει, συνοψίζοντας την αφοσίωση που τον οδήγησε να ξεπεράσει όχι μόνο τα όρια της ηλικίας του αλλά και ιστορικά ρεκόρ.
Το ύψος που τον δυσκόλεψε
Παρά την υπεροχή του στους «αιθέρες», ακόμη και για εκείνον υπήρξε ένα ύψος που αποτέλεσε αληθινή πρόκληση και αυτό ήταν τα 6.19 μέτρα. Ούτε 10, ούτε 20 αλλά 54 φορές προσπάθησε να περάσει αυτό το ύψος, χωρίς αποτέλεσμα. «Νομίζω ότι προσπάθησα 50 φορές να περάσω αυτό το ύψος. Ποτέ δεν με προβλημάτισε άλλο ύψος όσο αυτό», παραδέχθηκε ο ίδιος, αποκαλύπτοντας τη μοναδική δυσκολία που συνάντησε στην καριέρα του.
Οι τελευταίες απόπειρες για τα 6.19 μέτρα ήταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο, όπου δεν κατάφερε να το ξεπεράσει. Παρά την αποτυχία, δεν υπήρξε η παραμικρή ένδειξη ότι η απογοήτευση θα τον νικούσε. Αντίθετα, η αποτυχία του έδωσε κίνητρο και τον πείσμωσε περισσότερο. Στο μίτινγκ του Βελιγραδίου, επέστρεψε στον ίδιο στόχο, ανέβασε ξανά τον πήχη στα 6.19 μέτρα και αυτή τη φορά τα κατάφερε.
Λίγες μόνο εβδομάδες αργότερα, αισθανόμενος ελεύθερος και γεμάτος αυτοπεποίθηση, αποφάσισε να ανεβάσει τον πήχη ένα εκατοστό ακόμη. Το αποτέλεσμα δεν ήταν έκπληξη, ο Μόντο έδειξε ξανά την ανώτερη τεχνική και την αδιαμφισβήτητη δύναμή του. Στην τρίτη του προσπάθεια, πέταξε πάνω από τα 6.20 μέτρα, σημειώνοντας νέο παγκόσμιο ρεκόρ και προσθέτοντας ένα ακόμη χρυσό κεφάλαιο στην ιστορία του αθλήματος.
Γιατί επέλεξε Σουηδία;
Παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μόντο έχει επιλέξει να αγωνίζεται με τα χρώματα της Σουηδίας, της πατρίδας της μητέρας του. Η απόφαση αυτή δεν ήταν τυχαία καθώς οι γονείς του, Γκρεγκ και Έλενα, θεωρούσαν ότι ήταν η καλύτερη επιλογή για την ανάπτυξη του ταλέντου του και την καριέρα του στο επί κοντώ.
Στη Σουηδία, όπως εξηγούν, θα μπορούσε να έχει τις ιδανικές συνθήκες για προπόνηση, ενώ παράλληλα θα απέφευγε τις πιεστικές δοκιμασίες των αμερικανικών trials, που σε μία κακή μέρα θα μπορούσαν να στερήσουν από τον νεαρό αθλητή τη συμμετοχή σε μεγάλους αγώνες πλήττοντας την αυτοπεποίθηση και την πρόοδό του.
Καθοριστικό ρόλο στην απόφαση αυτή έπαιξε και ο Γιόνας Άνσχελμ, ο εθνικός προπονητής της Σουηδίας, ο οποίος το 2014 προσέγγισε την οικογένεια και έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να εντάξει τον Αρμάντ στο σουηδικό πρόγραμμα. Δεν περιορίστηκε μόνο στη δική του καθοδήγηση· προσέλαβε και τον πατέρα και τον αδερφό του στο προπονητικό τιμ, εξασφαλίζοντας έτσι μια συνολική και οικογενειακή υποστήριξη στο νεαρό αθλητή. Με αυτόν τον τρόπο, η μετάβαση στον σουηδικό αθλητικό χώρο έγινε ομαλά και φυσικά.
Ο Ντουπλάντις άρχισε να μαθαίνει σουηδικά, να δημιουργεί φιλίες και να νιώθει κομμάτι της νέας του κοινότητας. Απέκτησε σπίτι στη Σουηδία για να περνά εκεί τον ελεύθερο χρόνο του κατά τις καλοκαιρινές διακοπές και άλλαξε την παλιά Toyota με σουηδικά αυτοκίνητα, ένα Volvo στη Λουιζιάνα και ένα Polestar στη Σουηδία.
Το επί κοντώ στην αυλή του
Η αυλή του σπιτιού του έγινε ένας μικρός θρύλος για τους φίλους του αθλητισμού, καθώς εκεί δημιουργήθηκε ο χώρος που τον οδήγησε σε παγκόσμια ρεκόρ. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, όταν οι αγωνιστικοί χώροι ήταν κλειστοί, ο Ντουπλάντις δεν σταμάτησε την προπόνηση. Μαζί με τον πατέρα του διαμόρφωσαν έναν αυτοσχέδιο χώρο στην πίσω αυλή του σπιτιού τους για να μπορεί να κάνει προπονήσεις. Δημιούργησαν ένα διάδρομο από ξύλο και τοποθέτησαν λίγα μέτρα πιο μακριά ένα στρώμα για προσγείωση. Εκεί αφιέρωνε καθημερινά πολλές ώρες, εξασκώντας την τεχνική του και βελτιώνοντας κάθε λεπτομέρεια του άλματός του.
Πώς προπονείται;
Η εβδομάδα προπόνησης του είναι εξαιρετικά οργανωμένη και απαιτητική και στοχεύει στο συνδυασμό ταχύτητας, δύναμης και τεχνικής στο άλμα με το κοντάρι. Κάθε προπόνηση είναι μελετημένη για να του επιτρέπει να αποκτήσει την απαραίτητη ώθηση πριν το άλμα, να μεταφέρει αυτήν την ώθηση στο σώμα του και να υπερπηδήσει τον πήχη με ακρίβεια.
Όπως εξηγεί ο ίδιος στον ειδικό απόδοσης Lucas Tailin, οι τεχνικές συνεδρίες με κοντάρι γίνονται μία ή δύο φορές την εβδομάδα. «Στην πλειονότητά των προπονήσεων μου, προπονούμαι σαν σπρίντερ. Κάνω πολλές προπονήσεις ταχύτητας, λίγα βάρη, αλλά πολύ γρήγορα και εκρηκτικά, προσπαθώντας κυρίως να γίνω ταχύτερος». Το σπριντ αποτελεί τον πυρήνα της προπόνησής του, καθώς η ταχύτητα στην προετοιμασία για το άλμα είναι καθοριστική για την επίτευξη υψηλών επιδόσεων.
Η απόσταση που διανύει για ένα άλμα με κοντάρι είναι περίπου 45 μέτρα, και γι’ αυτό οι προπονήσεις ταχύτητας επικεντρώνονται σε μικρές, εκρηκτικές αποστάσεις. Οι μεγαλύτερες διαδρομές που τρέχει σε συνεδρία είναι έως 150 μέτρα, ενώ συχνότερα οι αποστάσεις περιορίζονται στα 30-50 μέτρα. Εκτός από ευθείες σπριντ, ενσωματώνει ανηφορικά σπριντ, σπριντ με αντίσταση (με λάστιχα δεμένα στην πλάτη) και ασκήσεις sprint-float-sprint, στις οποίες τοποθετεί κώνους κάθε 15 μέτρα και μεταβάλλει την ταχύτητά του.
«Το πιο σημαντικό είναι να τρέχεις με πολύ υψηλή ένταση στην προπόνηση ταχύτητας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να δεις βελτίωση», τονίζει σε συνέντευξή του. Η δουλειά αυτή φαίνεται ότι αποδίδει καρπούς και μάλιστα, σε έναν αγώνα επίδειξης 100 μέτρων το 2024 απέναντι στον Κάρστεν Γουόρχολμ, ο Ντουπλάντις τερμάτισε σε 10.37 δευτερόλεπτα!
Ωστόσο, η προπόνηση του δεν περιορίζεται μόνο στα σπριντ. Ο Σουηδός περνά σημαντικό χρόνο στο γυμναστήριο με δυναμικές ασκήσεις όπως power cleans, snatches και clean and jerks, που ενισχύουν την εκρηκτική δύναμη και τη σταθερότητα του κορμού. Οι ασκήσεις κορμού είναι απαραίτητες για να διατηρεί το σώμα του ισορροπημένο τόσο κατά την ταχύτητα όσο και κατά το άλμα, με κινήσεις όπως ανυψώσεις ποδιών με βάρος και αντι-περιστροφικές ασκήσεις.
Οι πλειομετρικές ασκήσεις αποτελούν επίσης βασικό κομμάτι του προγράμματός του. Άλματα με ένα ή δύο πόδια, καθώς και άλματα από ύψος 60-80 εκ., βοηθούν στην ανάπτυξη δύναμης στα πόδια, στη σταθερότητα κατά την απογείωση και στην ενίσχυση της εκρηκτικότητας.
Ακόμη, ενσωματώνει μία ή δύο συνεδρίες τεχνικής με κοντάρι την εβδομάδα. Στις συνεδρίες αυτές δουλεύει τη σωστή μεταφορά και στήριξη του κονταριού, τη μηχανική της απογείωσης και την κίνηση του σώματος στον αέρα. Στόχος είναι η τελειοποίηση κάθε λεπτομέρειας που μπορεί να κάνει τη διαφορά σε προσπάθειες για παγκόσμιο ρεκόρ. «Πρέπει τα χέρια σου να είναι όσο το δυνατόν πιο ψηλά και να απογειώνεσαι από το έδαφος, πηδώντας προς τα πάνω. Κανείς δεν το κάνει τέλεια και εμείς συνεχώς δουλεύουμε πάνω σε αυτό», λέει ο πατέρας του και προπονητής του στο Red Bull.
Τι θα πρέπει να γνωρίζεις για εκείνον;
1) Του αρέσει να παίζει γκολφ. Την περίοδο της καραντίνας, ο Σουηδός έπαιζε πέντε ημέρες την εβδομάδα γκολφ με τους φίλους του στη Λουϊζιάνα.
2) Μεγαλώνοντας δοκίμασε να παίξει ποδόσφαιρο και μπέιζμπολ. Του άρεσε τόσο πολύ το ρόπαλο που αφιέρωσε ένα καλοκαίρι να μάθει τα μυστικά του αθλήματος και να κάνει προπονήσεις.
3) Σιχαίνεται τα λαχανικά. Όπως είχε αποκαλύψει η μητέρα του: «Δεν του άρεσαν πραγματικά ποτέ. Τα μετακινούσε στο πλάι του πιάτου». Τρελαίνεται για τηγανητό κοτόπουλο.
4) Μελετά τους αντιπάλους του και αρέσκεται να δοκιμάζει τις τεχνικές τους. Όταν, όμως, αρχίζει ο αγώνας είναι μόνο εκείνος και δεν περνά από το μυαλό του να αντιγράψει κάποιον άλλον.
5) Πώς προέκυψε το Μόντο; Ένας Ιταλός φίλος του πατέρα του τού έδωσε αυτό το ψευδώνυμο σε νεαρή ηλικία. Σημαίνει Κόσμος. Μετά από χρόνια που τον φώναζαν έτσι, κόλλησε στο μυαλό των ανθρώπων.