Το δικαίωμα της σιωπής επικαλέστηκε κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του Γιώργου Ξυλούρη στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, δίνοντας διαρκώς επιλεκτικές απαντήσεις σε ερωτήματα που δέχθηκε.
Στην εκρηκτική κατάθεσή του, ο επονομαζόμενος «Φραπές» κατέστησε σαφές ότι δεν θα απαντήσει σε ερωτήσεις των βουλευτών, τουναντίον θα καταθέσει όσα γνωρίζει στον εισαγγελέα ή στον ανακριτή, υποστηρίζοντας ότι «έξι μήνες ξεφτιλίζομαι εγώ και η οικογενεια μου σαν τον χειρότερο εγκληματία. Δεν έχω μάθει γιατί κατηγορούμαι. Θα αποδειχθεί ότι δεν έχω πάρει κανένα ευρώ παράνομα. Έχω υποστεί εξευτελισμο και ρετσινιά». Μάλιστα, ο ίδιος υποστήριξε ότι δεν θέλει να πει κάτι για να μην επιβαρύνει τη θέση του, ενώ ενεπλάκη σε καβγά με τη βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, Μιλένα Αποστολάκη, η οποία έκανε λόγο για σχέσεις του με τη Δεξιά.
Όπως τόνισε, δεν είναι ο καθ' ύλην αρμόδιος να εξηγήσει σε ποιο στάδιο βρίσκεται η μέχρι στιγμής έρευνα, καθώς σκοπεύει να μπει σε διαδικασία για να «αυτο-κατηγορηθεί» για πράγματα που δεν γνωρίζει. «Δεν απαξιώνω την επιτροπή. Δεν είναι ότι δε σέβομαι την Επιτροπή να απαντήσω στον καθένα ξεχωριστά. Δεν έχω κανένα πρόβλημα. Ό,τι στοιχεία έχω ή δεν έχω, γνωρίζω ή δεν γνωρίζω θα τα καταθέσω στον φυσικό δικαστή», πρόσθεσε ο ίδιος.
Τι συνεπάγεται, όμως, το δικαίωμα της σιωπής που επικαλέστηκε;
Επί της ουσίας, σύμφωνα με των Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ένας ύποπτος ή κατηγορούμενος ενημερώνεται διατηρεί τα δικαιώματα της παράστασης με συνήγορο, της ενημέρωσης σχετικά με την κατηγορία, της διερμηνείας και μετάφρασης και το της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης. Σύμφωνα με το Άρθρο 104 του ΚΠΔ, ο κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να απαντήσει σε ερωτήσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε αυτοενοχοποίησή του, χωρίς, φυσικά, να εμποδίζει τη νόμιμη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, που υπάρχουν ανεξάρτητα από τη βούληση των υπόπτων και των κατηγορουμένων.