Εφιαλτικές στιγμές βγαλμένες από θρίλερ έζησε μια οικογένεια στην παραλία της Επανομής στην Θεσσαλονίκη. Ένας πατέρας παρασύρθηκε από τη θάλασσα προσπαθώντας να φτάσει τα παιδιά του, με τον χειμερινό κολυμβητή, Ευάγγελο Παπαϊωάννου, να τους σώζει και τους τρεις με το SUP του.
Ένας χειμερινός κολυμβητής πάνω σε σανίδα κατάφερε να σώσει τον πατέρα και τα παιδιά του που είχαν παρασυρθεί στη θάλασσα της Επανομής. Σε ένα βίντεο διάρκειας 10 λεπτών, φαίνεται καρέ-καρέ η στιγμή που εντοπίζει τον πατέρα, ρουμανικής καταγωγής, ο οποίος εξαντλημένος, σε ημιλιπόθυμη κατάσταση και σε πανικό, ήταν παραδομένος στα νερά της θάλασσας στην Επανομή το απόγευμα της περασμένης Κυριακής (17 Αυγούστου).
Ο άνδρας είχε πέσει στη θάλασσα όταν τα δύο παιδιά του, ηλικίας 13 με 15 ετών, παρασύρθηκαν από τα ρεύματα με αποτέλεσμα να απομακρύνονται όλο και περισσότερο, αδυνατώντας να κολυμπήσουν προς την ακτή. Επιχείρησε να τα προσεγγίσει για να τα σώσει, αλλά κατέληξε και ο ίδιος να παρασύρεται από τα κύματα.
Ο Ευάγγελος Παπαϊωάννου μπήκε για να τους σώσει και τους τρεις με το SUP του όπως περιέγραψε στη voria: «Ήμουν με το SUP στην περιοχή και επέστρεφα στη στεριά, όταν κάποια στιγμή άκουσα τσιρίδες μες στη θάλασσα. Γυρνάω και βλέπω στο βάθος δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, να φωνάζουν βοήθεια. Τους πλησίασα και όταν ρώτησα τι συμβαίνει, μου είπαν ότι κολυμπούν για ώρα και δεν μπορούν να βγουν έξω. Τους είπα ότι κολυμπούν σε λάθος κατεύθυνση και ότι πρέπει να κολυμπήσουν από την αντίθετη για να βοηθηθούν και να τους βγάλει το κύμα από μόνο του προς τα έξω. Δεν μπορούσα να τραβήξω δύο άτομα με τη σανίδα και όταν τους είπα ότι θα είμαι δίπλα τους για να βγούμε μαζί στη στεριά, μου είπαν “άσε μας εμάς, τον πατέρα μας πήγαινε να βοηθήσεις”. Κοίταξα αμέσως γύρω μου, στην αρχή δεν τον είδα. Σηκώθηκα όρθιος πάνω στη σανίδα και έτσι τον είδα για δύο-τρία δευτερόλεπτα, γιατί αυτός μία βυθιζόταν μία έβγαινε στην επιφάνεια. Ήταν σε μία κατάσταση ημιλιπόθυμη, σε πανικό, σε σοκ. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Με το που με είδε σηκώθηκε λίγο, πιάστηκε από τη σανίδα αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί καλά, γλιστρούσε, έβηχε, έβγαζε νερό. Του κράτησα λίγο τα χέρια για να μπορέσει να κρατηθεί στη σανίδα, γιατί δεν είχε δυνάμεις, είχε εξαντληθεί τελείως ο άνθρωπος. Κάτσαμε ένα πεντάλεπτο, μιλήσαμε λίγο για να τον ηρεμήσω και εκεί άρχισε να αναπνέει. Αφού συνήλθε και ένιωσε έτοιμος, του είπα πώς να κρατηθεί από τη σανίδα και σιγά σιγά βγήκαμε έξω».