Την ίδια ώρα, η Τουρκία ενισχύεται αμυντικά, υπογράφοντας memorandum με τη Βρετανία για την προμήθεια των αεροσκαφών Eurofighter Typhoon, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο απόκτηση των F-16 και F-35, με την Ελλάδα να δηλώνει έτοιμη να απαντήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια της γείτονος χώρας, που παραβιάζει τα ελληνικά γεωπολιτικά συμφέρνοντα.
Μιλώντας στο Metrosport.gr, ο διεθνολόγος Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στη σημασία της υπογραφής μνημονίου ανάμεσα σε Βρετανία και Τουρκία, στην έωλη αναφορά της Άγκυρα στο Άρθρο 123 του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά και στους συμμάχους στους οποίους θα μπορούσε να στραφεί η Ελλάδα στην περίπτωση «θερμού» επεισοδίου στο Αιγαίο.
- Ας ξεκινήσουμε από την υπογραφή του μνημονίου ανάμεσα σε Τουρκία και Βρετανία. Πώς θα επηρεάσει τόσο σε επίπεδο ισχύος όσο και σε προφίλ εξωτερικής πολιτικής η απόκτηση των Eurofighter Typhoon;
Η υπογραφή του μνημονίου κατανόησης μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένου Βασιλείου για την προμήθεια των μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter Typhoon συνιστά μια εξέλιξη πρώτης γραμμής, με πολλαπλές στρατηγικές αποχρώσεις. Από στρατιωτικής απόψεως, πρόκειται για ποιοτικό άλμα της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, το οποίο, εφόσον υλοποιηθεί, δύναται να μεταβάλει σε κάποιο βαθμό τους συσχετισμούς αεροπορικής ισχύος στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τα Eurofighter, παρά τις αποδεδειγμένες δυνατότητές τους, όμως, δεν μπορούν να αποκτηθούν άμεσα, ούτε με όρους πλήρους τεχνολογικής αυτονομίας, ενώ η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να προχωρήσει στη συμφωνία τελεί υπό την αίρεση πολιτικών ισορροπιών και ενδοσυμμαχικών διαβουλεύσεων, ιδίως με τη Γερμανία και την Ισπανία, που επίσης συμμετέχουν στο κοινοπρακτικό σχήμα παραγωγής του συγκεκριμένου τύπου αεροσκάφους.
Αντιθέτως, η Ελλάδα διαθέτει ήδη και επιχειρησιακά εντάσσει στον πυρήνα της αμυντικής της στρατηγικής τα γαλλικά Rafale, τα οποία σε κρίσιμες παραμέτρους – όπως το βεληνεκές, τα οπλικά συστήματα και η δυνατότητα πρώτου πλήγματος – υπερτερούν των τουρκικών F-16 και σαφώς προηγούνται επιχειρησιακά των Typhoon, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ο χρόνος και το κόστος ένταξης των τελευταίων σε πλήρη χρήση.
Η υπεροχή της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας δεν περιορίζεται μόνο στην πλατφόρμα του μαχητικού, αλλά ενισχύεται από την ολοκληρωμένη δικτυοκεντρική δομή διοίκησης, τον συνδυασμό με τα SCALP και Meteor, την αναβάθμιση των F-16 σε επίπεδο Viper, και τη στρατηγική σχέση με τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, η προσπάθεια της Άγκυρας να διατηρήσει επαφή με τις δυτικές αμυντικές βιομηχανίες μέσω του Λονδίνου αποτελεί κίνηση εξισορρόπησης και όχι ανάκτησης της αξιοπιστίας της ως στρατηγικού εταίρου της Δύσης. Δεν παύει, ωστόσο, να υποδηλώνει τη διαρκή της πρόθεση να ενισχύσει την αποτρεπτική της ισχύ, έστω και μέσα από επιλεκτικές συμφωνίες.
Η Ελλάδα δεν οφείλει να επιδείξει καμία ανασφάλεια. Η τεχνολογική και επιχειρησιακή υπεροχή της είναι εμπεδωμένη, ο αμυντικός της σχεδιασμός είναι θεσμικά αξιόπιστος και πολιτικά ευρύτατα νομιμοποιημένος, και η γεωπολιτική της θέση ενισχύεται όχι μόνο μέσω εξοπλισμών, αλλά και μέσω στρατηγικών συμμαχιών και της ενεργητικής της διπλωματίας.
Η εξωτερική πολιτική δεν είναι προϊόν εντυπώσεων, αλλά διαχείριση εθνικού χρόνου, στρατηγικών ισορροπιών και πολιτικού κόστους με ορίζοντα δεκαετίας.
«Ενδεικτική του στρατηγικού ελλείμματος η τουρκική ενόχληση»
- Είδαμε τα τελευταία εικοσιτετράωρα τις τουρκικές προβοκάτσιες που «γκριζάρουν» τις νότιες Κυκλάδες και το Ιόνιο. Γιατί, τελικά, η Άγκυρα ενοχλείται τόσο από τα ελληνικά θαλάσσια πάρκα;
Η τουρκική αντίδραση στη δημιουργία των δύο ελληνικών θαλάσσιων πάρκων – ενός στο Ιόνιο και ενός στις Νότιες Κυκλάδες – δεν είναι παρά μία ακόμη έκφραση της πάγιας τουρκικής στρατηγικής να αμφισβητεί το εύρος και το περιεχόμενο της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Δεν πρόκειται για περιβαλλοντική ανησυχία, αλλά για μια τελετουργική και προσχηματική αντίδραση που επιχειρεί να επενδυθεί με νομικοπολιτικά επιχειρήματα.
Η Άγκυρα ενοχλείται διότι η Ελλάδα, μέσω αυτών των πρωτοβουλιών, επαναβεβαιώνει την άσκηση κυριαρχικών της δικαιωμάτων σε θαλάσσιες περιοχές που είναι απολύτως κατοχυρωμένες τόσο στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου όσο και της εθνικής δικαιοδοσίας. Η δημιουργία θαλάσσιων πάρκων δεν αλλάζει το νομικό καθεστώς, αλλά ενισχύει την πραγματική, ενεργή παρουσία του ελληνικού κράτους σε συγκεκριμένες θαλάσσιες ζώνες, με όρους σύγχρονους, θεσμικούς και διεθνώς νομιμοποιημένους.
Επιπλέον, η τουρκική ενόχληση είναι ενδεικτική του στρατηγικού ελλείμματος που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια. Η Ελλάδα, με τη νηφαλιότητα και τη συνέχεια που αρμόζει σε ευρωπαϊκή χώρα και σε κράτος-μέλος της UNCLOS, οικοδομεί πολιτικές βάθους, ενώ η Άγκυρα προσπαθεί να παράγει εντυπώσεις και να διατηρεί κλίμα έντασης. Όμως η περιβαλλοντική πολιτική που εδράζεται στο διεθνές δίκαιο είναι καθρέφτης κυριαρχίας και ωριμότητας – και αυτήν ακριβώς την ωριμότητα επιδεικνύει η ελληνική πλευρά.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν παρασύρεται από ρητορικές εξάρσεις. Απαντά θεσμικά, ψύχραιμα και με αυτοπεποίθηση, εμπεδώνοντας μια εξωτερική πολιτική που δεν έχει ανάγκη από ετεροπροσδιορισμούς, αλλά αντλεί ισχύ από τη διεθνή της θέση, τις συμμαχίες της και τη συνεκτική στρατηγική που ακολουθεί σε όλα τα μέτωπα – συμπεριλαμβανομένου του περιβάλλοντος.
«Η Άγκυρα επιχειρεί να δημιουργήσει εντυπώσεις»
- Τι να περιμένει η Ελλάδα, με αφορμή τα τουρκικά δημοσιεύματα περί εργασιών στον θαλάσσιο χώρο, αλλά και την αναφορά του ΥΠΕΞ της γείτονος στο άρθρο 123 του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας;
Κατ’ αρχάς, η επίκληση από την τουρκική πλευρά της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία αναφέρεται στη συνεργασία των παράκτιων κρατών που περιβάλλουν ένα ημίκλειστο ή κλειστό πέλαγος είναι επιφανειακή και κατά το δοκούν. Το άρθρο αυτό προβλέπει μεν την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας, πλην όμως δεν δημιουργεί κανένα δικαίωμα συνδιαχείρισης ή συλλογικής κυριαρχίας, ούτε αναστέλλει την άσκηση της πλήρους κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε κράτους εντός της περιοχής ευθύνης του.
Στην πραγματικότητα, η Άγκυρα επιχειρεί, μέσα από τέτοιες αναφορές, να δημιουργήσει εντυπώσεις περί θεσμικής συμμετοχής της σε περιοχές όπου δεν έχει δικαιοδοσία. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, οφείλει να βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς επιχειρησιακής και διπλωματικής επαγρύπνησης.
Τα τουρκικά δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για νέες ερευνητικές ή γεωτεχνικές δραστηριότητες στη θαλάσσια περιοχή δεν είναι κάτι νέο. Εντάσσονται σε μια επικοινωνιακή στρατηγική πίεσης και δοκιμής ορίων, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν με γνωστούς στόχους: είτε την πρόκληση τετελεσμένων είτε τη δημιουργία διαπραγματευτικού πλεονεκτήματος.
Εντούτοις, σήμερα το γεωπολιτικό και νομικό περιβάλλον έχει αλλάξει. Η Ελλάδα έχει εδραιώσει διεθνείς συμμαχίες, έχει κατοχυρώσει τη στρατηγική της θέση μέσω συμφωνιών με την Ιταλία και την Αίγυπτο, έχει αναβαθμίσει την αμυντική της θωράκιση και, το σημαντικότερο, ασκεί τα δικαιώματά της με σαφήνεια, συνέχεια και θεσμική πληρότητα.
Συνεπώς, το τι «πρέπει να περιμένουμε» δεν είναι μια απειλή. Είναι η συνέχιση του ίδιου μοτίβου τουρκικών προσπαθειών αμφισβήτησης. Η απάντησή μας πρέπει να είναι η σταθερότητα, η προνοητικότητα και η ψυχραιμία που πηγάζει από το διεθνές δίκαιο και από την εθνική αυτοπεποίθηση ενός ευρωπαϊκού κράτους-μέλους της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και της UNCLOS.
- Υπάρχουν ελπίδες Ελλάδα και Λιβύη να καθίσουν στο τραπέζι του διαλόγου για την αποφυγή γεωπολιτικών κρίσεων στη Μεσόγειο και το πιθανό «πάγωμα» του τουρκολιβυκού μνημονίου;
Η απάντηση είναι ότι ναι, υπάρχουν ελπίδες, αλλά όχι χωρίς προϋποθέσεις. Η Λιβύη είναι ένα κράτος που παραμένει διαιρεμένο, αποσταθεροποιημένο και σε μεγάλο βαθμό υποκείμενο σε εξωτερικές επιρροές, με την Τουρκία να έχει εξασφαλίσει σημαντική στρατιωτική και πολιτική παρουσία στην Τρίπολη. Το γνωστό τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο δεν έχει κυρωθεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Λιβύης, παραμένει νομικά έωλο και γεωγραφικά ανερμάτιστο, αλλά πολιτικά εξακολουθεί να λειτουργεί ως εργαλείο τουρκικής διείσδυσης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα έχει επιδείξει, διαχρονικά, διάθεση συνεννόησης με όλες τις πλευρές στη Λιβύη – τόσο με την αναγνωρισμένη κυβέρνηση όσο και με τις ανατολικές δυνάμεις που εκπροσωπούνται στη Βουλή και διαθέτουν αυξημένη νομιμοποίηση. Η υπογραφή της συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο το 2020, ακριβώς στον χώρο που επιχειρεί να καταλάβει αυθαίρετα το τουρκολιβυκό μνημόνιο, αποτελεί μια σαφή απάντηση, όχι μόνο νομική αλλά και διπλωματική.
Το ενδεχόμενο επανέναρξης ενός ειλικρινούς και αμοιβαία επωφελούς διαλόγου με τη Λιβύη υπάρχει, αρκεί να γίνει αντιληπτό στη λιβυκή πλευρά ότι η αποδέσμευση από το τουρκολιβυκό αφήγημα συνιστά προϋπόθεση για την επιστροφή στη διεθνή νομιμότητα και στη γεωγραφική πραγματικότητα. Η Ελλάδα, άλλωστε, δεν ζητά τίποτε άλλο από το αυτονόητο: σεβασμό στο Δίκαιο της Θάλασσας και στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Είναι, συνεπώς, ζήτημα πολιτικής βούλησης και στρατηγικής ωριμότητας των λιβυκών αρχών να εγκαταλείψουν τις έωλες διευθετήσεις και να επιδιώξουν σχέσεις ισορροπίας και ειρήνης με όλους τους γείτονες, ιδίως με μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία δεν διεκδικεί, δεν απειλεί, αλλά εγγυάται τη σταθερότητα και τη συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο.
«Καταλύτης στρατηγικής οχύρωσης της εθνικής κυριαρχία η παρουσία ενεργειακών κολοσσών στο Αιγαίο»
- Θα μπορούσαν ενεργειακοί κολοσσοί, όπως η Chevron ή η Exxon Mobil, να επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά τα «νερά» του Αιγαίου;
Οι μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι, όπως η Chevron ή η Exxon Mobil, δεν είναι απλώς εταιρείες· είναι πολυεθνικοί δρώντες με γεωπολιτική υπόσταση. Δρουν με επιχειρηματικά κριτήρια, αλλά σε συνεννόηση με τις κυβερνήσεις των χωρών προέλευσης και με βαθιά επίγνωση του διεθνούς στρατηγικού περιβάλλοντος. Το αν θα επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά τα «νερά» του Αιγαίου εξαρτάται από το πλαίσιο που τους προσφέρεται και τις θεσμικές εγγυήσεις που έχουν ως προς τη σταθερότητα, τη νομική σαφήνεια και την ασφάλεια των επενδύσεων.
Η παρουσία τους στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου — όπως π.χ. στην κυπριακή ΑΟΖ, στην Αίγυπτο ή στην Κρήτη — λειτουργεί αποτρεπτικά απέναντι σε αναθεωρητικές λογικές και επιβεβαιώνει την προσήλωση της διεθνούς οικονομικής κοινότητας στη νομιμότητα των θαλασσίων οριοθετήσεων.
Ωστόσο, το Αιγαίο είναι ένα ιδιαίτερο πεδίο. Δεν είναι περιοχή αχαρτογράφητη ή νεοανακαλυφθείσα. Είναι ο πυρήνας της ελληνικής κυριαρχίας και ένα θέατρο διαρκούς τουρκικής αμφισβήτησης, που δεν επιδέχεται θολές πρωτοβουλίες ή επιχειρηματικές δράσεις χωρίς ξεκάθαρο νομικό υπόβαθρο. Οι ενεργειακοί κολοσσοί θα κινηθούν μόνο εφόσον υπάρχουν από πλευράς μας σαφείς εθνικές αποφάσεις, προσήλωση στην UNCLOS και θεσμική σταθερότητα.
Εάν η Ελλάδα αποφασίσει, με τρόπο κυρίαρχο, να ενισχύσει την ενεργειακή της στρατηγική στο Αιγαίο, η παρουσία τέτοιων εταιρειών μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης διεθνούς στήριξης και στρατηγικής οχύρωσης της εθνικής κυριαρχίας. Αντιθέτως, χωρίς εθνικό σχεδιασμό, υπάρχει ο κίνδυνος να εργαλειοποιηθεί η παρουσία τους από τρίτους δρώντες ή να αποτελέσει πρόσχημα για νέες εντάσεις.
Συνεπώς, δεν τίθεται το ερώτημα αν οι εταιρείες μπορούν να επηρεάσουν τα «νερά» του Αιγαίου. Το κρίσιμο είναι αν και πώς η Ελλάδα θα επιλέξει να τους εντάξει στον στρατηγικό της σχεδιασμό, χωρίς να παραχωρήσει ούτε ίχνος κυριαρχίας και με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, την περιβαλλοντική προστασία και την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια.
- Πόσο...αθώα θα μπορούσε να είναι η αναφορά της Yeni Şafak για «δίκαιο ορισμό των ορίων των θαλάσσιων αρμοδιοτήτων στη Μεσόγειο»;
Όταν ένα μέσο όπως η Yeni Şafak, που λειτουργεί ως ανεπίσημο φερέφωνο της τουρκικής κυβερνητικής σκέψης, μιλά για «δίκαιο ορισμό των θαλάσσιων αρμοδιοτήτων», το ερώτημα δεν είναι η αθωότητα της διατύπωσης, αλλά το ποια έννοια του δικαίου εννοείται και με βάση ποιο νομικό πλαίσιο.
Η Τουρκία δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), ούτε την αναγνωρίζει ως δεσμευτικό διεθνές δίκαιο εθιμικού χαρακτήρα, παρότι αυτή η Σύμβαση αποτελεί το καθολικά αποδεκτό πλαίσιο για τον καθορισμό θαλασσίων ζωνών. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος περί «δίκαιης οριοθέτησης», στην πραγματικότητα πρόκειται για μία τουρκική ανάγνωση της έννοιας του δικαίου, η οποία στηρίζεται περισσότερο σε γεωπολιτικά κριτήρια ισχύος και λιγότερο σε νομικές αρχές.
Η συγκεκριμένη φρασεολογία — ιδίως όταν εμφανίζεται σε μια συγκυρία αναζωπύρωσης της έντασης στη Μεσόγειο — δεν είναι ούτε αθώα, ούτε ουδέτερη. Αντιθέτως, εντάσσεται σε μια προσπάθεια επιβολής πολιτικών αφηγημάτων, που επιδιώκουν να απονομιμοποιήσουν τις ελληνικές θέσεις, να ακυρώσουν υφιστάμενες συμφωνίες, όπως αυτή με την Αίγυπτο, και να νομιμοποιήσουν αυθαίρετες διμερείς συμφωνίες, όπως το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Επομένως, αυτό που παρουσιάζεται ως «δίκαιη λύση», στην πραγματικότητα αποκρύπτει έναν αναθεωρητικό λόγο, επικίνδυνο και για το διεθνές δίκαιο, και για τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα οφείλει να αποκαλύπτει, ψύχραιμα αλλά με ακρίβεια, τη σκοπιμότητα αυτών των τοποθετήσεων και να υπενθυμίζει ότι ο μόνος δίκαιος ορισμός των θαλασσίων ζωνών είναι αυτός που προκύπτει από την εφαρμογή της UNCLOS — δηλαδή της διεθνούς νομιμότητας που δεσμεύει τη συντριπτική πλειονότητα των κρατών του πλανήτη.
«Αυτό είναι, εν τέλει, το θεμέλιο της σύγχρονης ισχύος»
- Παρά τις ελληνικές παρεμβάσεις, βλέπουμε πως η Τουρκία εξακολουθεί να έχει τη στήριξη της ΕΕ, εντασσόμενη ακόμη και σε αμυντικά προγράμματα. Σε περίπτωση θερμού επεισοδίου, σε ποιον θα μπορούσε να στραφεί για βοήθεια η Αθήνα;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά την πρόοδο στην κοινή εξωτερική πολιτική και ασφάλεια, δεν αποτελεί ακόμη στρατιωτική ένωση, ούτε έχει μηχανισμό συλλογικής άμυνας συγκρίσιμο με εκείνον του ΝΑΤΟ. Οι αποφάσεις της είναι αποτέλεσμα συμβιβασμών και πολιτικών ισορροπιών — και συχνά οι σχέσεις της με την Τουρκία καθοδηγούνται από οικονομικά, μεταναστευτικά ή γεωστρατηγικά συμφέροντα.
Σε περίπτωση θερμού επεισοδίου, η Ελλάδα στρέφεται πρώτα στον εαυτό της: στις Ένοπλες Δυνάμεις της, στην επιχειρησιακή ετοιμότητα, στη συνταγματική ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας να διαφυλάξει την εθνική κυριαρχία. Παράλληλα, αξιοποιεί τις συμμαχικές της σχέσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, δίχως αυταπάτες για το πώς λειτουργεί ο Οργανισμός σε ενδοσυμμαχικές διαφορές. Το κρίσιμο, όμως, είναι ότι η Ελλάδα έχει πλέον οικοδομήσει διμερείς συμφωνίες αμυντικής συνδρομής, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής της ελληνογαλλικής συμφωνίας του 2021.
Αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση απειλής ή επίθεσης κατά ελληνικής κυριαρχίας, η Γαλλία δεσμεύεται να συμπαρασταθεί έμπρακτα, όχι μόνο σε διπλωματικό αλλά και σε στρατιωτικό επίπεδο, εφόσον πληρούνται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις.
Η Ελλάδα δεν προσδοκά "συμμαχική σωτηρία", ούτε βασίζεται σε αυτόματους μηχανισμούς. Επενδύει στην αποτροπή, την αξιοπιστία, την προβλεψιμότητα και τη στρατηγική της σταθερότητα. Και κυρίως, στη νομιμότητα των θέσεών της και στην ικανότητά της να επιβάλλει το διεθνές δίκαιο ως εργαλείο στρατηγικής ισχύος. Αυτή είναι η μόνη ασφαλής βάση εθνικής πολιτικής σε περιβάλλον πολλαπλών και διασταυρούμενων συμμαχιών.
- Σε ποιες διπλωματικές ενέργειες θα μπορούσε να προβεί η Ελλάδα, προκειμένου να ενισχύσει τα κυριαρχικά δικαιώματά της;
Η ενίσχυση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μιας χώρας δεν είναι πράξη στιγμιαία ή δηλωτική, αλλά πολυεπίπεδη και διαρκής διαδικασία, που απαιτεί στρατηγικό βάθος, νομική συνέπεια και διπλωματική ευφυΐα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό μεταφράζεται σε πέντε κυρίως άξονες διπλωματικής δράσης:
1. Πλήρης αξιοποίηση της UNCLOS (1982). Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να προβάλλει σταθερά και θεσμικά το γεγονός ότι αποτελεί συμβαλλόμενο και συνεπές κράτος της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, επιλεκτική αλλά αποφασιστική ενεργοποίηση των δικαιωμάτων της για αιγιαλίτιδα ζώνη, συνορεύουσα ζώνη, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα.
2. Συνομολογήσεις οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με όμορα κράτη, όπως ήδη συνέβη με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να επιδιώξει ανάλογες συμφωνίες με την Αλβανία και μακροπρόθεσμα, εφόσον το επιτρέψουν οι πολιτικές συνθήκες, και με τη Λιβύη.
3. Διπλωματική προβολή των ελληνικών περιβαλλοντικών πρωτοβουλιών ως έκφραση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Τα θαλάσσια πάρκα, οι έρευνες για βιοποικιλότητα, η οικολογική επιτήρηση δεν είναι απλώς οικολογικές πολιτικές – είναι έμμεση άσκηση αρμοδιότητας και εθνικής παρουσίας σε κρίσιμες θαλάσσιες περιοχές.
4. Σύναψη και επικαιροποίηση διμερών συμφωνιών αμυντικής συνεργασίας, με ρήτρες στρατηγικής συνδρομής. Η ήδη υφιστάμενη συμφωνία με τη Γαλλία αποτελεί πρότυπο. Η Ελλάδα οφείλει να αναζητήσει και άλλες τέτοιες στρατηγικές σχέσεις — όχι μόνο με ευρωπαϊκούς εταίρους, αλλά και με κράτη της ευρύτερης Μεσογείου.
5. Ενίσχυση της διεθνούς νομικής τεκμηρίωσης των ελληνικών θέσεων, με προσφυγή – εφόσον υπάρχει συναίνεση – σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα. Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να εμφανίζεται ως το κράτος που δεν φοβάται την κρίση του Διεθνούς Δικαίου, γιατί κινείται εντός του πλαισίου του.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να επινοήσει νέες πολιτικές, αλλά να ασκήσει με συνέπεια και συνέχεια τα ήδη κατοχυρωμένα δικαιώματά της, ενισχύοντας παράλληλα τη διεθνή της εικόνα ως δύναμης σταθερότητας, νομιμότητας και θεσμικής προβλεψιμότητας. Αυτό είναι, εν τέλει, το θεμέλιο της σύγχρονης ισχύος.