Μπάλα, βία, οπαδοί, φίλαθλοι, ηγέτες, νίκη, ήττα και αγώνας. Μερικές έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες άρρηκτα συνυφασμένες με τον «βασιλιά» των αθλημάτων, το ποδόσφαιρο, που δυστυχώς, από ένα παιχνίδι ομαδικότητας και απελευθέρωσης μετατρέπεται σε «όπιο του λαού», ικανό να αλλοτριώσει συνειδήσεις, να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη ή να βάψει με αίμα τα χέρια ατόμων που πίνουν νερό στο όνομα μιας ομάδας…
Μιλώντας στο Metrosport.gr, ο ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και καθηγητής στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Τάλιν Βασίλης Κωστάκης εξηγεί πώς θα μπορούσαν αθλητές-ινδάλματα να «εξυγιάνουν» το ποδόσφαιρο, γιατί η Ελλάδα δεν είναι φανατική υπέρμαχος των αθλητικών ακαδημιών, όπως ευρωπαϊκές ομάδες-κολοσσοί, αλλά και ζημιογόνες για τον αθλητισμό παγκοσμίως έχουν γίνει οι τακτικές αθέμιτης κερδοφορίας ιδιωτικών και κρατικών παραγόντων.
Πώς θα μπορούσε να γίνει, ουσιαστικά, το ποδόσφαιρο δικαιότερο άθλημα, δεδομένων των ανισοτήτων που υπάρχουν εντός κι εκτός γηπέδου για τους άσημους παίκτες;
«Σαν να ψάχνεις μια σταγόνα δικαιοσύνης μέσα σε μια θάλασσα αδικίας. Η ερώτηση θα μπορούσε να είναι η ίδια για τους διάσημους και άσημους ηθοποιούς ή μουσικούς ή ζωγράφους. Ομοίως, για τους καλοπληρωμένους ηλεκτρολόγους ή μηχανικούς σε σχέση με τους κακοπληρωμένους του ίδιου επαγγέλματος. Δεν μπορεί να υπάρξει ένα δικαιότερο ποδόσφαιρο αυτοτελώς μέσα σε μια τόσο άδικη κοινωνία και ένα τόσο άδικο οικονομικό σύστημα όπως ο καπιταλισμός.
Όταν θα διαμορφώσουμε μια πιο δίκαιη –οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά– κοινωνία τότε οργανικά θα έχουμε και ένα δικαιότερο ποδόσφαιρο. Ζούμε σε μια εποχή που είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού.
Εδώ έρχεται το βιβλίο μας «Αλλάζοντας τον κόσμο με μια μπάλα», το οποίο υποστηρίζει ότι ένας άλλος πιο δίκαιος κόσμος είναι εφικτός και ξεδιπλώνει παραδείγματα ενός τέτοιου κόσμου που υπάρχουν, όχι κάπου μακριά στο μακρινό μέλλον, αλλά στο εδώ και στο τώρα. Παραδείγματα συλλογικά, όπως συλλογική προσπάθεια είναι και αυτό το βιβλίο, όπως θα μπορούσαν να είναι και οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι».
«Προστατεύουν το υπάρχον σύστημα που τους προσφέρει χρήματα και εξουσία»
Αδιαμφισβήτητα και παραφράζοντας τον Μαρξ, το ποδόσφαιρο είναι «όπιο του λαού», στο όνομα του οποίου τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πραγματικά εγκλήματα. Πόσο και πώς θα μπορούσαν αθλητές-ινδάλματα να «εξυγιάνουν» το άθλημα;
«Το ποδόσφαιρο, πέρα από όπιο, μπορεί να γίνει και εργαλείο αλλαγής. Οι ποδοσφαιρικοί αστέρες θα μπορούσαν να «εξυγιάνουν» το άθλημα, και τον κόσμο τριγύρω τους, με τουλάχιστον δύο τρόπους.
Πρώτον, με αντίσταση: Παίρνοντας θέση ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης. Όπως έκαναν οι παίκτες της Γερμανίας καλύπτοντας τα στόματά τους για να δείξουν ότι η FIFA τους φιμώνει κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Κατάρ. Ή μιλώντας για ζητήματα που υπερβαίνουν το άθλημα. Φανταστείτε, σήμερα, αντί να διαφημίζει πατατάκια, ο Μέσι να μιλούσε για τις γενοκτονίες, την κλιματική κρίση, γι’ αυτούς που βυθίζουν τον κόσμο στη φτώχεια.
Δεύτερον, με δημιουργία: Προωθώντας εναλλακτικά μοντέλα, όπως η Κορίνθιανς στις αρχές της δεκαετίας του ’80 που απέδειξε ότι μπορείς να κερδίζεις πρωταθλήματα, με όμορφο ποδόσφαιρο, ενώ όλοι –από παίκτες μέχρι φυσιοθεραπευτές– ψηφίζουν δημοκρατικά για όλες τις αποφάσεις της ομάδας και η φανέλα σου γράφει «Δημοκρατία» αντί το όνομα κάποιας στοιχηματικής εταιρείας.
Δεν υπάρχει τίποτα πολιτικά ουδέτερο. Όταν η FIFA ζητά από τους αθλητές και τις αθλήτριες να μείνουν αφοσιωμένοι/ες στο ποδόσφαιρο και να αφήσουν την πολιτική απέξω, κάνουν μια βαθιά πολιτική επιλογή. Προστατεύουν το υπάρχον σύστημα που τους προσφέρει χρήματα και εξουσία. Η εξυγίανση του ποδοσφαίρου περνά από το κουράγιο των ποδοσφαιριστών και ποδοσφαιριστριών να δηλώσουν ότι πέρα από αθλητές κι αθλήτριες είναι άνθρωποι. Δηλαδή, ζώα πολιτικά.
Βλέπουμε ότι όλοι οι μεγάλοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι της Ευρώπης επενδύουν στις ακαδημίες τους και στους παίκτες που προέρχονται από αυτές, αν και ο παράγοντας «μεταγραφή» αποδεικνύεται συχνά πιο ισχυρός. Γιατί η Ελλάδα δεν είναι φανατική υπέρμαχος αυτού του μοντέλου;
«Η επένδυση στις ακαδημίες δεν είναι μόνο θέμα τεχνικής ανάπτυξης αλλά καλλιέργειας φιλοσοφιών παιχνιδιού και αξιών. Οι μεγάλοι και μικρότεροι σύλλογοι της Ευρώπης δεν επενδύουν απλώς σε ταλέντα αλλά καλλιεργούν ταυτότητες και τρόπους αντίληψης του αθλήματος. Μερικές φορές και της ζωής.
Στην Ελλάδα, η έλλειψη συστηματικής επένδυσης οφείλεται σε πολλαπλούς παράγοντες: από την οικονομική κρίση μέχρι την απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Αφήστε το ποδόσφαιρο – τι έχει γίνει στην Ελλάδα με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και, στη συνέχεια, συνέπεια σε αυτόν τον σχεδιασμό; Το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι μικρογραφία μιας κοινωνίας μας που βαδίζει στο άγνωστο χωρίς πλάνο και στρατηγική».
«Το ποδόσφαιρο είναι πολιτιστική έκφραση, είναι τέχνη»
Πώς θα μπορούσε η συνδυασμένη «δράση» πολιτισμού και αθλητισμού να καταστεί μοχλός ενίσχυσης της δημοκρατίας;
«Καταρχάς να πω ότι αντιλαμβάνομαι το ποδόσφαιρο ως πολιτισμό. Το ποδόσφαιρο είναι μια φυσική έκφραση. Κάτι σαν τον χορό, μα λιγότερο προβαρισμένο. Είναι κίνηση στον χώρο, με την μπάλα ή χωρίς. Κίνηση βίαιη ή κίνηση αέρινη. Κίνηση ως μέρος ενός σχεδίου που επιδιώκει τη νίκη ή την έκφραση καθαυτή. Η υιοθέτηση του ενός ή του άλλου άκρου –ή μια ενδιάμεση απόχρωση– χαρακτηρίζει τις αξίες και την κουλτούρα εκείνων που δημιουργούν ποδοσφαιρικό περιεχόμενο. Επομένως, το ποδόσφαιρο είναι πολιτιστική έκφραση. Είναι τέχνη.
Ο αθλητισμός (και ο πολιτισμός) δημιουργούν συλλογικές εμπειρίες που μπορούν να καλλιεργήσουν τη συνεργασία, την αλληλεγγύη, την ενσυναίσθηση. Σήμερα βλέπουμε το ποδόσφαιρο κυρίως ως πόλεμο. Όμως, όπως το έλεγε ο Βραζιλιάνος Σόκρατες, «το ποδόσφαιρο είναι ένα εργαστήριο για το πώς πρέπει να είναι τα πράγματα». Επομένως ο πολιτισμός και ο αθλητισμός μπορούν να γίνουν εργαστήρια δημοκρατίας, όπου πειραματιζόμαστε με νέους τρόπους συνύπαρξης και συναπόφασης, προετοιμάζοντας το έδαφος για μια πιο δημοκρατική κοινωνία».
Ποιο είναι το «μέτρο» με το οποίο θα πρέπει να αξιολογείται η πραγματική επιτυχία των ποδοσφαιρικών συλλόγων;
«Παν μέτρο άριστον, αλλά ποιος ορίζει το μέτρο; Το παραδοσιακό μέτρο είναι οι τίτλοι και οι θέσεις στα πρωταθλήματα. Ένα άλλο μέτρο είναι η οικονομική βιωσιμότητα: τα κέρδη, οι ισορροπημένοι προϋπολογισμοί, η μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Όλα αυτά είναι εύκολα μετρήσιμα.
Είναι, όμως, η ουσία; Άλλα μέτρα είναι η ποιότητα παιχνιδιού: το στιλ, η φιλοσοφία, η ψυχαγωγική αξία – κάτι που εκτιμούν πολλοί φίλαθλοι αλλά όχι όλοι. Και άλλο ένα μέτρο είναι η κοινωνική επίδραση: η σύνδεση με την τοπική κοινότητα, η ανάπτυξη νέων ταλέντων, η κοινωνική προσφορά, η δυνατότητα να δούμε πως ο κόσμος θα μπορούσε να ήταν καλύτερος.
Στη σημερινή πολυδιάστατη κρίση, η πραγματική επιτυχία, για μένα, δεν θα πρέπει να μετριέται μόνο με τίτλους, αλλά με το πόσο οι ομάδες συμβάλλουν στην καλλιέργεια ενός υγιούς ποδοσφαιρικού οικοσυστήματος και στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων ανθρώπων. Ένας σύλλογος είναι επιτυχημένος όταν διαμορφώνει χαρακτήρες, όταν τα παιδιά που περνούν από τις ακαδημίες του μαθαίνουν την αλληλεγγύη, την ομαδικότητα, την κριτική σκέψη.
Ίσως το πιο σημαντικό είναι να αναγνωρίζουμε ότι το «μέτρο» δεν είναι κάτι απόλυτο και αμετάβλητο, αλλά κάτι που απαιτεί συνεχή προβληματισμό και διάλογο, δηλαδή βαθιά και ουσιαστική δημοκρατία. Δημοκρατία στο ποδόσφαιρο, δημοκρατία στην κοινωνία».
«Η λογική του κέρδους έχει αναδιαμορφώσει τους πανηγυρισμούς και την ίδια την έκφραση του αθλητισμού»
Πόσο έχουν ζημιώσει τον αθλητισμό παγκοσμίως οι τακτικές του «κέρδος στο κέρδος»;
«Η εμπορευματοποίηση έχει μετατρέψει τους παίκτες σε προϊόντα και τους φιλάθλους σε καταναλωτές. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα. Πέρα από τα προφανή, θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο λιγότερο συζητημένες περιπτώσεις. Την εισβολή του στοιχήματος και το τι λένε οι πανηγυρισμοί για την κοινωνία μας.
Πρώτον, οι φίλαθλοι δεν εκπαιδεύονται πλέον να εκτιμούν την ομορφιά ενός συνδυασμού, αλλά να βλέπουν στατιστικά, κάρτες και κόρνερ ως αντικείμενα στοιχηματισμού. Πολλοί σύλλογοι έχουν καταστεί εξαρτημένοι από τα έσοδα των στοιχηματικών, δημιουργώντας μια συμβιωτική σχέση που είναι όλο και πιο δύσκολο να διαρραγεί.
Επίσης, η λογική του κέρδους έχει αναδιαμορφώσει τους πανηγυρισμούς και την ίδια την έκφραση του αθλητισμού. Βλέπουμε την κυριαρχία των ατομικών, προσχεδιασμένων πανηγυρισμών που στοχεύουν στην αυτοπροβολή και τις «instagrammable» στιγμές.
Για παράδειγμα, στους πρόσφατους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Στέφεν Κάρι των ΗΠΑ αυτοαποθεωνόταν καλώντας τους αντιπάλους «να πάνε για ύπνο» ή ο Κριστιάνο Ρονάλντο, με τον γνωστό του πανηγυρισμό που μιμούνται εκατομμύρια παιδιά, που λέει εγώ είμαι εδώ και κανείς άλλος. Και οι δύο πανηγυρισμοί αντικατοπτρίζουν μια κουλτούρα ηρωοποίησης του ατόμου που παραβλέπει τη συλλογική φύση της επιτυχίας.
Η ζημιά είναι βαθιά, αλλά όχι αναπόδραστη. Αρκεί να θυμηθούμε γιατί πρωτοπαίξαμε ή γιατί πρωτοπαρακολουθήσαμε το αγαπημένο μας άθλημα. Να επιστρέψουμε, όσο γίνεται, σε αυτό το πρωτόγνωρο και αυθεντικό συναίσθημα».
Μπορούμε, τελικά, να αλλάξουμε τον κόσμο με μια μπάλα;
«Ναι, αλλά όχι μόνο με το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο προσφέρει έναν μοναδικό χώρο για να προβάρουμε τις αξίες που χρειαζόμαστε για την κοινωνική αλλαγή. Για παράδειγμα, όταν μια ομάδα λειτουργεί δημοκρατικά, όταν οι φίλαθλοι αυτοοργανώνονται για να πάρουν την (συν)ιδιοκτησία του συλλόγου τους, μαθαίνουν δεξιότητες συλλογικής διαχείρισης που μπορούν να επεκταθούν πέρα από το ποδόσφαιρο.
Είμαστε στο ’89 και χάνουμε 4-0. Γυρίζει; Μάλλον όχι. Ωστόσο πρέπει να αγωνιστούμε μέχρι τελικής πτώσης, για τις επόμενες γενιές και για τη νοηματοδότηση των ζωών μας. Μέσω του ποδοσφαίρου μπορούμε να δημιουργήσουμε ελπίδα εδώ και τώρα – συγκεκριμένες εμπειρίες του κόσμου που θέλουμε να χτίσουμε. Όταν σταματήσουμε να προσπαθούμε, τότε, και μόνο τότε, θα έχουμε χάσει».
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news
Μπείτε στην παρέα μας στο instagram
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του metrosport.gr και του Metropolis 95.5 στο youtube
Μαζί και στο spotify